Τρίτη 30 Μαΐου 2017

ΜΕ ΟΡΜΗΤΗΡΙΟ ΤΗ ΦΛΩΡΕΝΤΙΑ ΤΟΥ HOMO UNIVERSALIS

Aισίως ολοκληρώθηκε η εκπαιδευτική επίσκεψη του Μουσικού Σχολείου Αλίμου στη Φλωρεντία και τις περί αυτήν αναγεννησιακές πόλεις, που αφορούσε τα δύο εκπαιδευτικά προγράμματα με κοινό τίτλο "Και όμως γυρίζει" . Οι αναμνήσεις μας είναι οι καλύτερες και το παιδαγωγικό όφελος τεράστιο. Συγχαίρουμε τα παιδιά για την άριστη συνεργασία τους κατά τη διάρκεια της επίσκεψής μας και ευχόμαστε να έχουν αποκομίσει τις καλύτερες εντυπώσεις. Στόχος μας ήταν η εξοικείωση των παιδιών με την Αναγέννηση και τη συμβολή της στην προαγωγή της Επιστήμης. Παράλληλα, η γνωριμία τους με κορυφαία έργα τέχνης που φιλοξενούνται στη Φλωρεντία, τη Λούκα, τη Σιένα, την Πίζα και το Σαν Τζιμινιάνο.
Τα παιδιά διδάχθηκαν πως με τον όρο "Αναγέννηση" εννοούμε το σύνθετο πολιτιστικό, ιστορικό και κοινωνικό φαινόμενο που εμφανίστηκε κατά τον 15ο και τον 16ο αιώνα στη Δυτική Ευρώπη. Επίσης, στόχος μας ήταν να κατακτηθεί η γνώση ότι η οικονομική άνθηση και η πολιτική οργάνωση της Φλωρεντίας αποτέλεσαν πρόσφορο έδαφος για ν’ αναπτυχθούν εκεί τα πρώτα χαρακτηριστικά της Αναγέννησης. Στα μαθήματά μας δώσαμε βάση στη διαμόρφωση νέων κοινωνικών τάξεων, που έδωσαν ώθηση στην ανάπτυξη της βιοτεχνίας, του εμπορίου και του εκσυγχρονισμού της οικονομίας των αστικών κέντρων σε ό,τι αφορά τους φόρους, τις τράπεζες, τα τελωνεία, τα δημόσια δάνεια. Ιδεολογικά η διδασκαλία συνέκλινε στη διαμόρφωση της αντίληψης πως με την Αναγέννηση μπήκαν οι βάσεις της σύγχρονης κεφαλαιοκρατικής αντίληψης, δηλαδή της νοοτροπίας του πρώτου, ακόμη διστακτικού, αστού που διαμόρφωσε ένα σύνολο από άγραφους κανόνες, από ευκαιρίες, από υπολογισμούς "της τέχνης του να πλουτίζεις και συγχρόνως να ζεις", όπως γράφει ο γάλλος ιστορικός Φερνάντ Μπροντέλ (Fernand Braudel). Στα πλαίσια αυτής της διδασκαλίας τα παιδιά εμπέδωσαν τη γνώση πως ο όρος Ουμανισμός προέκυψε από την έκφραση "ουμανιστικές σπουδές" (“studia humanitatis”) που χρησιμοποιήθηκε για τη μελέτη των κλασικών έργων της ελληνικής και λατινικής γραμματείας και πως επιστρατεύθηκε για να περιγράψει ένα τύπο "μόρφωσης ανθρωπιστικής και σφαιρικής", καθώς και ένα λογοτεχνικό-φιλοσοφικό τύπο αντιμετώπισης της ανθρώπινης καλλιέργειας(με χαρακτηριστικούς του εκπροσώπους τον Λεονάρντο ντα Βίντσι και τον Μικελάντζελο Μπουοναρότι): ακολούθησε δημιουργική συζήτηση με τους μαθητές πάνω στις σύγχρονες νοηματοδοτήσεις του όρου "ανθρωπιστικός προσανατολισμός των ανθρώπινων σπουδών και δραστηριοτήτων", σε αντιδιαστολή προς τον τεχνοκρατικό χαρακτήρα της σύγχρονης ζωής.
Συνοδεύοντας 58 μαθητές των δύο προγραμμάτων, αναχωρήσαμε από το Μουσικό Λύκειο Αλίμου με πούλμαν στις 12 το μεσημέρι της Παρασκευής 25/3: με κατεύθυνση την Πάτρα και από εκεί πήραμε το πλοίο για Ανκόνα, μέσα στο οποίο διανυκτερεύσαμε. Το βράδυ της επομένης, Σαββάτου 26/3, φτάσαμε στη Φλωρεντία, όπου δειπνήσαμε, ξεναγηθήκαμε στη βραδινή πόλη και κοιμηθήκαμε στο ξενοδοχείο. Την επομένη, Κυριακή 27/3, πήραμε πρωινό στο ξενοδοχείο και, μετά από τρίωρη αναμονή, ξεναγηθήκαμε λεπτομερώς στις Γκαλερί Ουφίτσι. Μετά το δείπνο, παρακολουθήσαμε την πρώτη καθολική λειτουργία της Ανάστασης στην εκκλησία της Σάντα Κρότσε και διανυκτερεύσαμε στο ξενοδοχείο. Το πρωί της Δευτέρας 28/3 αναχωρήσαμε για την Πίζα, τη Λούκα και το Σαν Τζιμινιάνο. Το βράδυ δειπνήσαμε στη Φλωρεντία. Την Τρίτη 29/3 πήραμε πρωϊνό στο ξενοδοχείο,to πρωί επισκεφθήκαμε τη Σιένα, το απόγευμα είχαμε τη συνέχεια της ξενάγησης στην πόλη της Φλωρεντίας επισκεπτόμενοι και το Μουσείο Γαλιλαίου, ακολούθησαν δύο ώρες ελεύθερου χρόνου και στις 8 το βράδυ παρακολουθήσαμε την όπερα «Madame Butterfly» του Πουτσίνι στην ευαγγελική εκκλησία του Αγίου Μάρκου. Την Τετάρτη 30/3 πήραμε το πρωινό μαζί μας και αναχωρήσαμε για Ανκόνα, όπου επιβιβαστήκαμε στο πλοίο της επιστροφής. Την επομένη, 31/3, φτάσαμε στο λιμάνι της Πάτρας και από εκεί ξεκίνησε το ταξίδι επιστροφής για την Αθήνα, όπου φτάσαμε περίπου στις 5 μμ.
Το montage του δημιουργικού φιλμ που συνοψίζει την εικόνα των μαθητών για τον Γαλιλαίο και το Μουσείο Γαλιλαίου της Φλωρεντίας, και του οποίου προϊσταται η ομάδα του κύριου Φιλιού, έχει αναρτηθεί στο you tube. Οι εργασίες που έχουν παρουσιαστεί στη διάρκεια της επίσκεψής μας στην Ιταλία αναρτώνται παρακάτω. Η ξενάγηση στο Μουσείο Γαλιλαίου ήταν άψογη, παρά το γεγονός ότι μας υπερκάλυψε η ξεναγός, η κυρία Στέλλα. Παραθέτω εδώ όλα τα links που οι μαθητές επιστράτευσαν στις εργασίες τους για τα πειράματα Φυσικής. Αυτές εκπονήθηκαν σύμφωνα με τα εξής μαθήματα που παρέδωσε η κυρία Αναστασία Κωτίδου:
1o ΜΑΘΗΜΑ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΠΤΩΣΗ-ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ g http://users.sch.gr/kassetas/yPhysicsALyceum3.htm πείραμα α λυκείου με αμαξίδιο https://www.youtube.com/watch?v=XbKZnf0aLuU http://physicsgg.me/2013/03/30/%CE%B5%CE%BB%CE%B5%CF%8D%CE%B8%CE%B5%CF%81%CE%B7-%CF%80%CF%84%CF%8E%CF%83%CE%B7-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%B1%CF%80%CE%BB%CE%AE-%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%B9%CE%BA%CE%AE/
πείραμα στη σελήνη https://www.youtube.com/watch?v=g3NV9s7b-0o πείραμα κεκλιμένο http://www.tovima.gr/science/article/?aid=368680 πείραμα http://www.g-physics.com/2014/11/blog-post.html
πείραμα σε κενό αέρα
2Ο ΜΑΘΗΜΑ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ-ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ https://kaneis.wordpress.com/2014/04/05/%CF%84%CF%81%CE%B5%CE%B9%CF%82-%CE%B2%CE%B1%CF%83%CE%B9%CE%BA%CE%AD%CF%82-%CF%80%CF%81%CE%BF%CF%8B%CF%80%CE%BF%CE%B8%CE%AD%CF%83%CE%B5%CE%B9%CF%82-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%B5%CF%80%CE%B9%CF%83%CF%84/ επιστημονικη επανάσταση βιογραφια -πείραμα http://www.astro.auth.gr/documents/diplomas/Iakovou_Diploma.pdf βιογραφια
3ο ΜΑΘΗΜΑ ΤΑ 10 ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΠΕΙΡΑΜΑΤΑ ΦΥΣΙΚΗΣ http://perierga.gr/2011/03/%CF%84%CE%B1-10-%CF%80%CE%B9%CE%BF-%CF%85%CF%80%CE%AD%CF%81%CE%BF%CF%87%CE%B1-%CF%80%CE%B5%CE%B9%CF%81%CE%AC%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1-%CF%86%CF%85%CF%83%CE%B9%CE%BA%CE%AE%CF%82/ τα 10 καλύτερα πειράματα της φυσικής
4Ο ΜΑΘΗΜΑ ΠΡΟΒΟΛΗ ΤΑΙΝΙΑΣ https://www.youtube.com/watch?v=0uw0jtQUHws
5o ΜΑΘΗΜΑ ΜΟΥΣΕΙΟ ΓΑΛΙΛΑΙΟΥ ΣΤΗ ΦΛΩΡΕΝΤΙΑ http://www.museogalileo.it/en/visit.html
Ο τίτλος του εκπαιδευτικού προγράμματος: "Και όμως γυρίζει!" είναι εμπνευσμένος από τη φημολογούμενη φράση του Γαλιλαίου, μετά την αποκήρυξη της θεωρίας του ενώπιον του Καρδινάλιου Ιεροεξεταστή της Καθολικής Εκκλησίας. Οι μαθητές που θα αναλάβουν εργασίες σχετικές με τη δίκη του Γαλιλαίου παρακαλώ να επικοινωνήσουν με την κυρία Κωτίδου.
"Δεν νιώθω υποχρεωμένος να πιστέψω πως ο ίδιος Θεός που μας προίκισε με αισθήσεις, λογική και πνεύμα, μας προόριζε να απαρνηθούμε τη χρήση τους και με κάποιους άλλους τρόπους να μας δώσει τις γνώσεις που μπορούμε να αποκτήσουμε μέσω αυτών" Galileo Galilei
Ο Γκαλιλέο Γκαλιλέι γεννήθηκε στην Πίζα της Ιταλίας και από νωρίς έδειξε σημεία μιας αξιοσημείωτης ιδιοφυΐας. Ο πατέρας του ήταν ξεπεσμένος απόγονος ευγενούς Φλωρεντινής οικογένειας και μοχθούσε για να βοηθήσει το γιο του να αποκαταστήσει τη δόξα της οικογένειας. Επιβάλλοντας μεγάλες στερήσεις στον εαυτό του και τα άλλα παιδιά του, ο πατέρας του μπόρεσε να στείλει τον Γαλιλαίο στο σχολείο και αργότερα στο Πανεπιστήμιο της Πίζας, όπου ο Γαλιλαίος γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή. Όταν κάποτε του δόθηκαν τα χρήματα άφησε το σχολείο και γύρισε στη Φλωρεντία, όπου εκείνη την εποχή ζούσε εκεί η οικογένειά του. Ένας πλούσιος οικογενειακός φίλος, ο μαρκήσιος Γκουϊνταμπάλντο, φρόντισε να βρει ο Γαλιλαίος δουλειά κάνοντας διαλέξεις περί Φυσικής στο Πανεπιστήμιο της Πάντοβας και αργότερα, ως επίσημος μαθηματικός στον Μεγάλο Δούκα της Τοσκάνης. Ο Γαλιλαίος άρχισε να ευημερεί, αλλά δεν του έμενε καιρός να σπουδάζει Ιατρική. Η φήμη του Γαλιλαίου άρχισε να απλώνεται. Οι ευγενείς, ακόμη και βασιλείς των διαφόρων χωρών της Ευρώπης παρακολουθούσαν τις διαλέξεις του και σύντομα έφτασε να ομιλεί σε ακροατήριο που το αποτελούσαν πάνω από 2.000 διακεκριμένες προσωπικότητες της Ευρώπης. Ο Γαλιλαίος ήταν τώρα ελεύθερος να αξιοποιήσει τα χαρίσματά του. Ο κόσμος τον εκτιμούσε και τον σεβόταν, αν και υπήρχαν και μερικοί που τον φοβόταν και τον μισούσαν. Κανένα πεδίο γνώσεως δεν ήταν για τον Γαλιλαίο απρόσφορο για έρευνα, κανείς νόμος ή ανόητη προκατάληψη δεν είχαν τόση δύναμη ώστε να τον εμποδίσουν από την εργασία του. Αντιμετώπισε έναν κόσμο που έμενε προσηλωμένος στην άγνοια και απέδειξε ότι το θάρρος είναι μια αρετή χρήσιμη όχι μόνο στα πεδία των μαχών. Ο Γαλιλαίος συνέβαλλε σημαντικά στην επιστημονική επανάσταση του 17ου αιώνα. Ανάμεσα σε άλλα, βελτίωσε το τηλεσκόπιο και το χρησιμοποίησε πρώτος συστηματικά για αστρονομικές παρατηρήσεις, ανακάλυψε τους τέσσερις δορυφόρους του Δία, ανακάλυψε τις ηλιακές κηλίδες και κατέγραψε πρώτος τις κινήσεις τους, εφηύρε τους νόμους του εκκρεμούς που χρησιμοποιήθηκαν στα ρολόγια, διατύπωσε το νόμο της πτώσεως των σωμάτων (που αποδεικνύει ότι η βαρύτητα επιδρά στην ταχύτητα των σωμάτων όταν υψώνονται ή πέφτουν), εφηύρε ένα θερμόμετρο και ένα υπολογιστικό διαβήτη, και υποστήριξε τις θεωρίες του Κοπέρνικου για το Ηλιακό σύστημα. Αναφέρεται ως ο «πατέρας της σύγχρονης Αστρονομίας» και ο πρώτος φυσικός με τη σύγχρονη σημασία του όρου, καθώς ήταν ο πρώτος που αντικατέστησε την υποθετική-επαγωγική μέθοδο με την πειραματική και εισηγήθηκε τη μαθηματικοποίηση της φυσικής. Η σταδιοδρομία του συνέπεσε με αυτή του Γιοχάνες Κέπλερ. Η θεωρία του ηλιακού συστήματος υποστήριξε ότι η Γη και οι άλλοι πλανήτες, στρέφονται γύρω από τον Ήλιο. Η κοινή αντίληψη της εποχής ήταν ότι ο Ήλιος, η Σελήνη και τα άστρα γύριζαν γύρω από τη Γη, η οποία έμενε ακίνητη. Επειδή τόλμησε να αντιταχθεί στην παραδεδεγμένη διδασκαλία, δημιούργησε πολλούς εχθρούς, και τον θεώρησαν αιρετικό. Η σύγκρουσή του με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία αναφέρεται πολλές φορές ως παράδειγμα σύγκρουσης της εξουσίας με την ελευθερία της σκέψης και ειδικά με την επιστήμη στην Δυτική κοινωνία, αν και στην πραγματικότητα, μετά την κατασκευή του τηλεσκοπίου από τον Γαλιλαίο το 1609 και τις παρατηρήσεις του, ο διωγμός, πρωτογενώς, εξυφάνθηκε στο χώρο των αριστοτελικών επιστημόνων του Πανεπιστημίου της Πάδοβας, που αμφέβαλαν για την εγκυρότητα των αστρονομικών του ανακαλύψεων και αγωνίστηκαν να συγκεντρώσουν υποψίες για το άτομο του στα μάτια των εκκλησιαστικών αρχών. Την ποινή φυλάκισης του Γαλιλαίου μετέτρεψε σε κατ' οίκον περιορισμό ο Πάπας Ουρβανός Η΄, ενώ τρεις από τους δέκα καρδινάλιους δικαστές αρνήθηκαν να υπογράψουν την καταδίκη του.
Αν και τον ανάγκασαν να αποκηρύξει δημόσια τις πεποιθήσεις του, μυστικά εξακολουθούσε να πιστεύει στην ηλιοκεντρική θεωρία του και ποτέ δεν άλλαξε γνώμη. Από την ιστορία του Γαλιλαίου έμεινε παροιμιώδης η φράση: "Και όμως κινείται". Κατά την παράδοση, ο Γαλιλαίος τελειώνοντας την απαγγελία της "απαρνήσεως" των πεποιθήσεών του, που έκανε γονατιστός μπροστά στην Ιερά Εξέταση και καθώς σηκωνόταν, χτύπησε το πόδι του στο έδαφος και πρόσθεσε: "Και όμως κινείται" (εννοώντας τη Γη). Στην πραγματικότητα, τη φράση αυτή ή δεν την είπε ποτέ ή κι αν την είπε δεν την άκουσαν οι δικαστές του. Γιατί τότε δεν θα ξέφευγε την καταδίκη του σε θάνατο "επί της πυράς". Πάντως η φράση αυτή απέμεινε σαν σύμβολο της δύναμης της επιστήμης έναντι σε κάθε προσπάθεια να σκεπαστεί το φως της αληθινής γνώσης. Ο τάφος του μεγάλου επιστήμονα βρίσκεται στον Καθεδρικό Ναό του Σάντα Κρότσε (του Τιμίου Σταυρού) της Φλωρεντίας. Ανά τους αιώνες, χιλιάδες κόσμου έχουν επισκεφτεί το μέρος εκείνο για να τιμήσουν τη μνήμη του μεγάλου ανδρός που είχε το θάρρος να κηρύξει εκείνο που πίστευε σ' έναν κόσμο που του ήταν εχθρικός. Τη χρονιά του θανάτου του Γαλιλαίου γεννήθηκε ο Ισαάκ Νεύτων, που βασιζόμενος μεταξύ άλλων στη δουλειά του Γαλιλαίου και του Κέπλερ ολοκλήρωσε την επιστημονική επανάσταση στον τομέα της φυσικής και έθεσε τα θεμέλια της κλασικής φυσικής. Ο Πάπας αποκατέστησε τη μνήμη του Γαλιλαίου στις 31 Οκτωβρίου 1992, 300 χρόνια μετά από τον διωγμό του. Κύρια κατηγορία για την καταδίκη του Γαλιλαίου το 1633 ήταν η αθέτηση του Διατάγματος του Καταλόγου Απαγορευμένων (Index Librorum Prohibitorum) που δημοσιεύτηκε στις 6 Μαρτίου του 1616.
Σύμφωνα με τον Index, δόθηκε εντολή στον Γαλιλαίο να μην υποστηρίξει, ούτε να υπερασπιστεί, ούτε να διδάξει με οποιονδήποτε τρόπο την άποψη της ακινησίας του Ήλιου και της κίνησης της Γης. Έχοντας τότε, χωρίς δεύτερη σκέψη, υποσχεθεί να υπακούσει, αφέθηκε ελεύθερος και απέφυγε τον κίνδυνο να λογοκριθεί ή να απαγορευτεί κάποιο από τα βιβλία του. Μέχρι τότε, είχε δώσει μεγάλο αγώνα (κυρίως γραφειοκρατικό), έχοντας βέβαια υποστηρικτές και τη στήριξη πνευματικών ανθρώπων της εποχής, ώστε να πείσει για την εγκυρότητα του Kοπερνίκιου δόγματος (του ότι ο Ήλιος στέκει ακίνητος, έχοντας την Γη να περιστρέφεται γύρω του εκτελώντας διπλή κίνηση). Το αμέλημα λοιπόν που έφερε στο προσκήνιο το Διάταγμα του 1616 ήταν η δημοσίευση του Διαλόγου περί των δύο Μεγίστων Συστημάτων του Κόσμου το 1632, το οποίο σύμφωνα με τους αρμόδιους του Ιεροδικείου παραβαίνει ρητά την παραπάνω εντολή (Διάταγμα του 1616). Ο Γαλιλαίος κλήθηκε στο Ιεροδικείο στη Ρώμη το 1633, φυλακίστηκε τυπικά, και αφού αρνήθηκε πως μέσα από τον Διάλογο κηρύσσει το δόγμα του Κοπέρνικου ως αστρονομική αλήθεια, κάτι το οποίο δεν γίνεται δεκτό από τους δικαστές, τελικά αποκηρύσσει τις ιδέες του όσον αφορά την κίνηση της Γης. Αυτουργός της απόφασης των δικαστών φαίνεται να είναι ο τότε πάπας Ουρβανός Η', ο οποίος ενοχλήθηκε που, κατά τη γνώμη του, ο Διάλογος δεν αναδείκνυε τη θεία παντοδυναμία έναντι της επιστημονικής-φυσικής αλήθειας, όπως ο ίδιος είχε συμφωνήσει με τον Γαλιλαίο. Την 1η Δεκεμβρίου το Ιεροδικείο έδωσε την άδεια στον Γαλιλαίο να επιστρέψει στη Φλωρεντία, όπου έμενε πριν την κλήση του Ιεροδικείου, και να εγκατασταθεί στο Αρτσέτρι, όπου πέθανε τη νύχτα μεταξύ 8ης και 9ης Ιανουαρίου 1642 όσο διαρκούσε η σωφρονιστική ποινή του.ΕΙΝΑΙ 22 Ιουνίου του 1633. Ένας αδύναμος, ηλικιωμένος άντρας στέκεται γονατιστός ενώπιον της Ρωμαϊκής Ιεράς Εξέτασης. Είναι επιστήμονας, από τους γνωστότερους των ημερών του. Οι επιστημονικές του πεποιθήσεις βασίζονται σε πολυετή μελέτη και έρευνα. Ωστόσο, αν θέλει να σώσει τη ζωή του, πρέπει να αποκηρύξει πράγματα τα οποία γνωρίζει ότι είναι αληθινά.
Η υπόθεση του Γαλιλαίου, όπως την ονομάζουν πολλοί, ήγειρε αμφιβολίες, ερωτήματα και αντιλογίες, ο απόηχος των οποίων εξακολουθεί να ακούγεται μέχρι σήμερα, περίπου 370 χρόνια αργότερα. Πρόκειται για μια υπόθεση που έχει αφήσει ανεξίτηλα σημάδια στην ιστορία της θρησκείας και της επιστήμης. Γιατί τόση αναστάτωση; Γιατί στη σύγχρονη εποχή μας έχει έρθει και πάλι στο προσκήνιο η υπόθεση του Γαλιλαίου; Αποτελεί πράγματι σύμβολο ενός «ρήγματος ανάμεσα στην επιστήμη και στη θρησκεία», σύμφωνα με το χαρακτηρισμό κάποιου συγγραφέα; Η μακροχρόνια αντιπαράθεση με την εκκλησιαστική ιεραρχία μετέτρεψε τη σταδιοδρομία αυτού του λαμπρού επιστήμονα σε μια δραματική ιστορία—την υπόθεση του Γαλιλαίου. Πώς άρχισε αυτή, και γιατί; Από τα τέλη του 16ου αιώνα, ο Γαλιλαίος είχε υιοθετήσει τη θεωρία του Κοπέρνικου, σύμφωνα με την οποία η γη περιστρέφεται γύρω από τον ήλιο και όχι αντιστρόφως. Αυτή η θεωρία αποκαλείται επίσης ηλιοκεντρικό σύστημα. Όταν ο Γαλιλαίος χρησιμοποίησε το τηλεσκόπιό του το 1610 για να ανακαλύψει ουράνια σώματα τα οποία δεν είχαν παρατηρηθεί ποτέ πριν, πείστηκε ότι είχε βρει αποδείξεις που επαλήθευαν τη θεωρία του ηλιοκεντρικού συστήματος. Σύμφωνα με το σύγγραμμα Γκράντε Ντιτσιονάριο Εντσικλοπέντικο UTET (Grande Dizionario Enciclopedico UTET), ο Γαλιλαίος ήθελε να πετύχει κάτι περισσότερο από το να κάνει απλώς τέτοιες ανακαλύψεις. Ήθελε να πείσει «τις πλέον σημαίνουσες προσωπικότητες των ημερών του (άρχοντες και καρδινάλιους)» ότι η θεωρία του Κοπέρνικου ήταν αληθινή. Έτρεφε την ελπίδα ότι, με τη βοήθεια επιφανών φίλων, θα κατάφερνε να υπερνικήσει τις αντιρρήσεις της εκκλησίας και ίσως να κερδίσει την υποστήριξή της.
Το 1611 ο Γαλιλαίος ταξίδεψε στη Ρώμη, όπου συνάντησε υψηλόβαθμους κληρικούς. Χρησιμοποίησε το τηλεσκόπιό του για να τους δείξει τις αστρονομικές του ανακαλύψεις. Αλλά τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν έτσι όπως έλπιζε. Το 1616, ο Γαλιλαίος τέθηκε επίσημα υπό επιτήρηση.Οι θεολόγοι της Ρωμαϊκής Ιεράς Εξέτασης χαρακτήρισαν τη θεωρία περί ηλιοκεντρικού συστήματος «ανόητη και γελοία από φιλοσοφική άποψη καθώς και επισήμως αιρετική, εφόσον σε πολλά σημεία συγκρούεται ρητά με τις δηλώσεις των Άγιων Γραφών σύμφωνα με την κατά γράμμα σημασία τους, την κοινή τους ερμηνεία και την κατανόηση των Άγιων Πατέρων και των διδασκάλων της θεολογίας». Ο Γαλιλαίος συναντήθηκε με τον καρδινάλιο Ρομπέρτο Μπελαρμίνε, ο οποίος θεωρούνταν ο μεγαλύτερος Καθολικός θεολόγος της εποχής του και χαρακτηριζόταν ως «η σφύρα των αιρετικών». Ο Μπελαρμίνε νουθέτησε επίσημα τον Γαλιλαίο να σταματήσει να προωθεί τις ιδέες του όσον αφορά το ηλιοκεντρικό σύστημα. Ο Γαλιλαίος προσπάθησε να ενεργήσει με σύνεση, αλλά δεν έπαψε να υποστηρίζει τη θέση του Κοπέρνικου. Έπειτα από 17 χρόνια, το 1633, ο Γαλιλαίος εμφανίστηκε ενώπιον της Ιεράς Εξέτασης. Ο καρδινάλιος Μπελαρμίνε είχε πεθάνει, αλλά τώρα ο βασικός πολέμιος του Γαλιλαίου ήταν ο Πάπας Ουρβανός Η΄, ο οποίος παλιότερα ήταν ευνοϊκά διακείμενος. Οι συγγραφείς έχουν αποκαλέσει αυτή τη δίκη μια από τις πιο γνωστές και άδικες του παρελθόντος, κατατάσσοντάς την μάλιστα στην ίδια κατηγορία με τη δίκη του Σωκράτη και του Ιησού.
Τι οδήγησε στη δίκη; Ο Γαλιλαίος έγραψε ένα βιβλίο με τίτλο Διάλογος Σχετικός με τα Δύο Κύρια Συστήματα του Κόσμου. Στην ουσία, αυτό υποστήριζε το ηλιοκεντρικό σύστημα. Ο συγγραφέας κλήθηκε να παρουσιαστεί ενώπιον του δικαστηρίου το 1632, αλλά ο Γαλιλαίος, άρρωστος και σχεδόν 70 ετών, καθυστέρησε. Ταξίδεψε στη Ρώμη την επόμενη χρονιά, αφού απειλήθηκε ότι θα μεταφερθεί σιδηροδέσμιος και διά της βίας. Με διαταγή του πάπα, ανακρίθηκε και μάλιστα απειλήθηκε με βασανιστήρια.Οι απόψεις σχετικά με το αν αυτός ο άρρωστος, ηλικιωμένος άνθρωπος βασανίστηκε πράγματι ή όχι διίστανται. Όπως αναφέρεται στην καταδικαστική απόφαση, ο Γαλιλαίος υποβλήθηκε σε «εξονυχιστική εξέταση». Σύμφωνα με τον Ίταλο Μιρόι, ιστορικό του ιταλικού δικαίου, αυτή η φράση ήταν ο τεχνικός όρος που χρησιμοποιούνταν εκείνη την εποχή για να υποδηλώσει βασανιστήρια. Αρκετοί μελετητές συμφωνούν με αυτή την ερμηνεία.Όπως και αν είχαν τα πράγματα, ο Γαλιλαίος καταδικάστηκε σε μια ψυχρή αίθουσα ενώπιον των μελών της Ιεράς Εξέτασης στις 22 Ιουνίου 1633. Κρίθηκε ένοχος για το ότι «υποστήριζε και πίστευε το εσφαλμένο δόγμα, σε αντίθεση με τις Άγιες και Θείες Γραφές, ότι ο Ήλιος . . . δεν κινείται από ανατολάς προς δυσμάς, καθώς και ότι η Γη κινείται και δεν είναι το κέντρο του σύμπαντος».Ο Γαλιλαίος δεν ήθελε να πεθάνει μαρτυρικά, και έτσι υποχρεώθηκε να ανακαλέσει. Όταν απαγγέλθηκε η καταδίκη του, ο ηλικιωμένος επιστήμονας, γονατιστός και με περιβολή μετανοημένου, δήλωσε επίσημα: «Αποκηρύσσω, αναθεματίζω και απεχθάνομαι τις ανωτέρω πλάνες και αιρέσεις [τη θεωρία του Κοπέρνικου] και γενικώς κάθε άλλη πλάνη ή αίρεση αντίθετη προς την Άγια Εκκλησία».Σύμφωνα με μια δημοφιλή παράδοση—ανεπιβεβαίωτη από αδιάσειστα στοιχεία⁠—μετά την αποκήρυξη, ο Γαλιλαίος χτύπησε το πόδι του κάτω και είπε διαμαρτυρόμενος: «Και όμως κινείται!» Οι σχολιαστές ισχυρίζονται ότι η ταπείνωση που ένιωθε εξαιτίας της απάρνησης των ανακαλύψεών του βασάνιζε τον επιστήμονα μέχρι το θάνατό του. Είχε καταδικαστεί σε φυλάκιση, αλλά η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβιο κατ’ οίκον περιορισμό. Καθώς έχανε βαθμιαία το φως του, ζούσε σχεδόν απομονωμένος. Πολλοί έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το παράδειγμα του Γαλιλαίου αποδεικνύει πως η επιστήμη και η θρησκεία είναι εντελώς ασυμβίβαστες. Στην πραγματικότητα, στο πέρασμα των αιώνων η υπόθεση του Γαλιλαίου έχει αποξενώσει τους ανθρώπους από τη θρησκεία. Έχει πείσει πολλούς ότι η θρησκεία αποτελεί εκ των πραγμάτων απειλή για την επιστημονική πρόοδο. Αληθεύει όμως αυτό;Ο Πάπας Ουρβανός Η΄ και οι θεολόγοι της Ρωμαϊκής Ιεράς Εξέτασης όντως καταδίκασαν τη θεωρία του Κοπέρνικου, ισχυριζόμενοι ότι συγκρουόταν με τη Γραφή. Οι πολέμιοι του Γαλιλαίου αναφέρθηκαν στη φράση του Ιησού του Ναυή: «Ήλιε, μείνε ακίνητος», η οποία, κατά τη γνώμη τους, έπρεπε να εννοηθεί κατά γράμμα. (Ιησούς του Ναυή 10:12) Αλλά αντιφάσκει πράγματι η Γραφή με τη θεωρία του Κοπέρνικου; Όχι, καθόλου.Η αντίφαση βρίσκεται ανάμεσα στην επιστήμη και σε μια προφανώς λανθασμένη ερμηνεία της Γραφής. Έτσι έβλεπε το ζήτημα ο Γαλιλαίος, ο οποίος έγραψε σε κάποιον μαθητή του: «Μολονότι οι Γραφές δεν μπορούν να σφάλλουν, οι ερμηνευτές και οι σχολιαστές τους μπορούν, με διάφορους τρόπους. Ένας από αυτούς, πολύ σοβαρός και πολύ συχνός, είναι όταν πάντα θέλουν να εμμένουν σε μια καθαρά κατά γράμμα ερμηνεία». Κάθε σοβαρός σπουδαστής της Γραφής είναι υποχρεωμένος να συμφωνήσει.Ο Γαλιλαίος προχώρησε ακόμη περισσότερο. Υποστήριξε ότι τα δύο βιβλία, η Αγία Γραφή και το βιβλίο της φύσης, γράφτηκαν από τον ίδιο Συγγραφέα και ήταν αδύνατον να αντιφάσκουν μεταξύ τους. Πρόσθεσε, ωστόσο, ότι δεν μπορούσε κάποιος «να ισχυριστεί με βεβαιότητα πως όλοι οι ερμηνευτές μιλούν υπό θεϊκή έμπνευση». Αυτή η έμμεση κριτική γύρω από τις επίσημες ερμηνείες της εκκλησίας θεωρήθηκε πιθανότατα προσβλητική, γεγονός που ώθησε τη Ρωμαϊκή Ιερά Εξέταση να καταδικάσει τον επιστήμονα. Εξάλλου, πώς τολμούσε ένας απλός λαϊκός να αμφισβητήσει προνόμια που ανήκαν αποκλειστικά στην εκκλησία;Αναφερόμενοι στην υπόθεση του Γαλιλαίου, αρκετοί μελετητές έχουν εγείρει αμφιβολίες σχετικά με το αλάθητο της εκκλησίας και του πάπα. Ο Καθολικός θεολόγος Χανς Κουνγκ γράφει ότι «οι αναρίθμητες και αναμφισβήτητες» πλάνες των «αξιωματούχων που είχαν την ευθύνη των εκκλησιαστικών διδασκαλιών», περιλαμβανομένης και «της καταδίκης του Γαλιλαίου», έχουν θέσει υπό αμφισβήτηση το δόγμα του αλάθητου.
Το Νοέμβριο του 1979, έναν χρόνο μετά την εκλογή του, ο Ιωάννης Παύλος Β΄ έλπιζε σε μια επανεξέταση της θέσης του Γαλιλαίου, ο οποίος, όπως παραδέχτηκε ο πάπας, «υπέφερε πολλά . . . στα χέρια ανθρώπων και οργάνων της Εκκλησίας». Δεκατρία χρόνια αργότερα, το 1992, μια επιτροπή διορισμένη από τον ίδιο πάπα αναγνώρισε: «Ορισμένοι θεολόγοι, σύγχρονοι του Γαλιλαίου, . . . δεν μπόρεσαν να συλλάβουν το βαθύ, όχι κατά γράμμα νόημα των Γραφών όταν αυτές περιγράφουν τη φυσική δομή του δημιουργημένου σύμπαντος».Εντούτοις, είναι γεγονός ότι η ηλιοκεντρική θεωρία δεν επικρίθηκε μόνο από θεολόγους. Ο Πάπας Ουρβανός Η΄, ο οποίος έπαιξε εξέχοντα ρόλο στην υπόθεση, ζήτησε αυστηρά από τον Γαλιλαίο να πάψει να υπονομεύει τη μακραίωνη εκκλησιαστική διδασκαλία ότι η γη είναι το κέντρο του σύμπαντος. Αυτή η διδασκαλία δεν προερχόταν από τη Γραφή, αλλά από τον φιλόσοφο Αριστοτέλη.Έπειτα από την ενδελεχή επανεξέταση της υπόθεσης από τη σύγχρονη επιτροπή, ο πάπας χαρακτήρισε την καταδίκη του Γαλιλαίου «βεβιασμένη και ατυχή απόφαση». Μήπως με αυτόν τον τρόπο αποκαθίστατο ο επιστήμονας; «Το να μιλάμε, όπως κάνουν μερικοί, για αποκατάσταση του Γαλιλαίου είναι γελοίο», λέει ένας συγγραφέας, «εφόσον η ιστορία δεν καταδικάζει τον Γαλιλαίο, αλλά το εκκλησιαστικό δικαστήριο». Ο ιστορικός Λουίτζι Φίρπο είπε: «Δεν αποτελεί έργο των διωκτών να αποκαθιστούν τα θύματά τους».Η Αγία Γραφή είναι «λυχνάρι που λάμπει σε σκοτεινό τόπο». (2 Πέτρου 1:19) Ο Γαλιλαίος την υπερασπίστηκε από παρερμηνεία. Αλλά η εκκλησία, υποστηρίζοντας μια ανθρώπινη παράδοση σε βάρος της Γραφής, έκανε το αντίθετο. Η δήλωση σχετικά με τον ήλιο που μένει ακίνητος στον ουρανό δεν παρατίθεται υπό τύπον επιστημονικής ανάλυσης αλλά ως απλή επισήμανση σχετικά με το πώς φαίνονταν τα πράγματα από τη σκοπιά του ανθρώπινου παρατηρητή. Και οι αστρονόμοι επίσης μιλούν συχνά για την ανατολή και τη δύση του ήλιου, των πλανητών και των άστρων. Δεν εννοούν ότι αυτά τα ουράνια σώματα περιστρέφονται κατά γράμμα γύρω από τη γη, αλλά ότι φαίνονται σαν να κινούνται στους ουρανούς μας. Ο Γαλιλαίος, με τηλεσκόπιο δικής του κατασκευής, παρατήρησε πρώτος τους κρατήρες, τα όρη και τις πεδιάδες στην επιφάνεια της Σελήνης. Ανακάλυψε ότι η Σελήνη στρέφει πάντα προς τη Γη το ίδιο ημισφαίριο της. Παρατήρησε τις ηλιακές κηλίδες, τον δακτύλιο του Κρόνου, χωρίς ωστόσο να μπορέσει να εξηγήσει ακριβώς την παρατήρησή του αυτή, αποκάλυψε την αστρική φύση του Γαλαξία μας και απέδειξε την ισχύ της ηλιοκεντρικής θεωρίας, παρατηρώντας τις φάσεις της Αφροδίτης και ανακαλύπτοντας 4 από τους δορυφόρους του Δία, την Ιώ, την Ευρώπη, το Γανυμήδη και την Καλλιστώ τους οποίους ονόμασε Άστρα των Μεδίκων, προς τιμή του προστάτη του, Κόζιμο Β' των Μεδίκων. Οι παρατηρήσεις του αυτές αποτέλεσαν την αρχή του τέλους για την πεποίθηση, που υποστηριζόταν μέχρι τότε από το εκκλησιαστικό και επιστημονικό κατεστημένο, πως το Σύμπαν είναι τέλεια πλασμένο και πως η Γη είναι στο κέντρο του Σύμπαντος και αποτελεί μοναδικότητα: οι κρατήρες της Σελήνης και οι κηλίδες του Ήλιου, καθώς και το γεγονός ότι τέσσερα σώματα περιστρέφονταν γύρω από έναν άλλο πλανήτη, το Δία, αποτέλεσαν αποδείξεις για το αντίθετο.
Έργα του Γαλιλαίου Liber Mechanicorum, 1577 , εργασία πάνω στη Στατική Planisphaeriorum, 1579 , εργασία πάνω στην Αστρονομία De motu, 1590, ή "Περί κινήσεως", εργασία πάνω στην Κινηματική Perspectivae, 1600, βιβλία 6, εργασία πάνω στην Προοπτική Problemum Astronomicorum, 1609 , εργασία πάνω στην Αστρονομία Sidereus nuncius, 1610, ή "Ο Αστρικός Αγγελιαφόρος", όπου δημοσιεύονται οι αστρονομικές του ανακαλύψεις Dialogho sopra i due massimi sistemi del mondo, tolemaico e copernicano, 1632, ή "Διάλογος περί των δύο μεγίστων συστημάτων του κόσμου, πτολεμαïκού και κοπερνίκειου", το περίφημο βιβλίο όπου ο Γαλιλαίος παρουσιάζει την ηλιοκεντρική θεωρία, και το οποίο προκάλεσε την αντίδραση της Εκκλησίας.
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΕΣ ΣΤΗΝ ΡΩΜΗ
ΓΑΛΙΛΑΙΟΣ ΓΑΛΙΛΕΙ
Γεννήθηκε στην Πίζα της Ιταλίας και από νωρίς έδειξε σημεία μιας αξιοσημείωτης ιδιοφυΐας. Ο πατέρας του ήταν ξεπεσμένος απόγονος ευγενούς Φλωρεντινήςοικογένειας και μοχθούσε για να βοηθήσει το γιο του να αποκαταστήσει τη δόξα της οικογένειας. Επιβάλλοντας μεγάλες στερήσεις στον εαυτό του και τα άλλα παιδιά του, ο πατέρας του μπόρεσε να στείλει τον Γαλιλαίο στο σχολείο και αργότερα στο Πανεπιστήμιο της Πίζας, όπου ο Γαλιλαίος γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή. Όταν κάποτε του δόθηκαν τα χρήματα άφησε το σχολείο και γύρισε στη Φλωρεντία, όπου εκείνη την εποχή ζούσε εκεί η οικογένειά του. Ένας πλούσιος οικογενειακός φίλος, ο μαρκήσιος Γκουϊνταμπάλντο, φρόντισε να βρει ο Γαλιλαίος δουλειά κάνοντας διαλέξεις περί Φυσικής στο Πανεπιστήμιο της Πάντοβας και αργότερα, ως επίσημος μαθηματικός στον Μεγάλο Δούκα της Τοσκάνης. Ο Γαλιλαίος άρχισε να ευημερεί, αλλά δεν του έμενε καιρός να σπουδάζει Ιατρική. Η φήμη του Γαλιλαίου άρχισε να απλώνεται. Οι ευγενείς, ακόμη και βασιλείς των διαφόρων χωρών της Ευρώπης παρακολουθούσαν τις διαλέξεις του και σύντομα έφτασε να ομιλεί σε ακροατήριο που το αποτελούσαν πάνω από 2.000 διακεκριμένες προσωπικότητες της Ευρώπης. Ο Γαλιλαίος ήταν τώρα ελεύθερος να αξιοποιήσει τα χαρίσματά του. Ο κόσμος τον εκτιμούσε και τον σεβόταν, αν και υπήρχαν και μερικοί που τον φοβόταν και τον μισούσαν. Κανένα πεδίο γνώσεως δεν ήταν για τον Γαλιλαίο απρόσφορο για έρευνα, κανείς νόμος ή ανόητη προκατάληψη δεν είχαν τόση δύναμη ώστε να τον εμποδίσουν από την εργασία του. Αντιμετώπισε έναν κόσμο που έμενε προσηλωμένος στην άγνοια και απέδειξε ότι το θάρρος είναι μια αρετή χρήσιμη όχι μόνο στα πεδία των μαχών. Ο Γαλιλαίος συνέβαλλε σημαντικά στην επιστημονική επανάσταση του 17ου αιώνα. Ανάμεσα σε άλλα, βελτίωσε το τηλεσκόπιο και το χρησιμοποίησε πρώτος συστηματικά για αστρονομικές παρατηρήσεις, ανακάλυψε τους τέσσερις δορυφόρους του Δία, ανακάλυψε τις ηλιακές κηλίδες και κατέγραψε πρώτος τις κινήσεις τους, εφηύρε τους νόμους του εκκρεμούς που χρησιμοποιήθηκαν στα ρολόγια, διατύπωσε το νόμο της πτώσεως των σωμάτων (που αποδεικνύει ότι η βαρύτητα επιδρά στην ταχύτητα των σωμάτων όταν υψώνονται ή πέφτουν), εφηύρε ένα θερμόμετρο και ένα υπολογιστικό διαβήτη, και υποστήριξε τις θεωρίες του Κοπέρνικου για το Ηλιακό Σύστημα Αναφέρεται ως ο «πατέρας της σύγχρονης Αστρονομίας» και ο πρώτος φυσικός με τη σύγχρονη σημασία του όρου, καθώς ήταν ο πρώτος που αντικατέστησε την υποθετική-επαγωγική μέθοδο με την πειραματική και εισηγήθηκε τη μαθηματικοποίηση της φυσικής. Η σταδιοδρομία του συνέπεσε με αυτή του Γιοχάνες Κέπλερ. Η θεωρία του ηλιακού συστήματος υποστήριξε ότι η Γη και οι άλλοι πλανήτες στρέφονται γύρω από τον Ήλιο. Η κοινή αντίληψη της εποχής ήταν ότι ο Ήλιος, η Σελήνη και τα άστρα γύριζαν γύρω από τη Γη, η οποία έμενε ακίνητη. Επειδή ο Γαλιλαίος τόλμησε να αντιταχθεί στην παραδεδεγμένη διδασκαλία, δημιούργησε πολλούς εχθρούς, και τον θεώρησαν αιρετικό. Η σύγκρουσή του με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησίααναφέρεται πολλές φορές ως παράδειγμα σύγκρουσης της εξουσίας με την ελευθερία της σκέψης και ειδικά με την επιστήμη στην Δυτική κοινωνία, αν και στην πραγματικότητα, μετά την κατασκευή του τηλεσκοπίου από τον Γαλιλαίο το 1609 και τις παρατηρήσεις του, ο διωγμός, πρωτογενώς, εξυφάνθηκε στο χώρο των αριστοτελικών επιστημόνων του Πανεπιστημίου της Πάδοβας, που αμφέβαλαν για την εγκυρότητα των αστρονομικών του ανακαλύψεων και αγωνίστηκαν να συγκεντρώσουν υποψίες για το άτομο του στα μάτια των εκκλησιαστικών αρχών. Την ποινή φυλάκισης του Γαλιλαίου μετέτρεψε σε κατ' οίκον περιορισμό ο Πάπας Ουρβανός Η΄, ενώ τρεις από τους δέκα καρδινάλιους δικαστές αρνήθηκαν να υπογράψουν την καταδίκη του. Αν και τον ανάγκασαν να αποκηρύξει δημόσια τις πεποιθήσεις του, ο Γαλιλαίος μυστικά εξακολουθούσε να πιστεύει στην ηλιοκεντρική θεωρία του και ποτέ δεν άλλαξε γνώμη. Από την ιστορία του Γαλιλαίου έμεινε παροιμιώδης η φράση: "Και όμως κινείται". Κατά την παράδοση, ο Γαλιλαίος τελειώνοντας την απαγγελία της "απαρνήσεως" των πεποιθήσεών του, που έκανε γονατιστός μπροστά στην Ιερά Εξέταση και καθώς σηκωνόταν, χτύπησε το πόδι του στο έδαφος και πρόσθεσε: "Και όμως κινείται" (εννοώντας τη Γη). Στην πραγματικότητα, τη φράση αυτή ή δεν την είπε ποτέ ή κι αν την είπε δεν την άκουσαν οι δικαστές του. Γιατί τότε δεν θα ξέφευγε την καταδίκη του σε θάνατο "επί της πυράς". Πάντως η φράση αυτή απέμεινε σαν σύμβολο της δύναμης της επιστήμης έναντι σε κάθε προσπάθεια να σκεπαστεί το φως της αληθινής γνώσης. Ο τάφος του μεγάλου επιστήμονα βρίσκεται στον Καθεδρικό Ναό του Σάντα Κρότσε (του Τιμίου Σταυρού) της Φλωρεντίας. Ανά τους αιώνες, χιλιάδες κόσμου έχουν επισκεφτεί το μέρος εκείνο για να τιμήσουν τη μνήμη του μεγάλου ανδρός που είχε το θάρρος να κηρύξει εκείνο που πίστευε σ' έναν κόσμο που του ήταν εχθρικός. Τη χρονιά του θανάτου του Γαλιλαίου γεννήθηκε ο Ισάακ Νεύτων, που βασιζόμενος μεταξύ άλλων στη δουλειά του Γαλιλαίου και του Κέπλερ ολοκλήρωσε την επιστημονική επανάσταση στον τομέα της φυσικής και έθεσε τα θεμέλια της κλασικής φυσικής. Ο Πάπας αποκατέστησε τη μνήμη του Γαλιλαίου στις 31 Οκτωμβρίου 1992, 300 χρόνια μετά το διωγμό του.
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΑΓΚΩΝΙΤΗΣ
Ο Κυριακός Αγκωνίτης (Ciriaco di Ancona), ή Κυριάκος Πιτσικόλι (Ciriaco de Pizzicolli, 1391 - 1452), όπως είναι το πραγματικό του όνομα, υπήρξε ο σημαντικότερος αρχαιοδίφης της εποχής της Ανναγέννησης ενώ θεωρείται ο πρόδρομος τόσο του περιηγητισμού, όσο και της σύγχρονης επιστήμης της αρχαιολογίας. Ιταλός έμπορος και ουμανιστής, με καταγωγή από την Αγκώνα, πραγματοποίησε ένα πλήθος ταξιδιών για εμπορικούς σκοπούς στην νότια Ιταλία, την Ελλάδα, την Αίγυπτο και τη Μέση Ανατολή. Κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του, η προσοχή του προσελκύστηκε από το πλήθος αρχαιοτήτων που συνάντησε στις περιοχές αυτές. Γι' αυτόν τον λόγο άρχισε να ταξιδεύει για αμιγώς ερευνητικούς σκοπούς, με στόχο την λεπτομερή και σχολαστική καταγραφή των αρχαίων μνημείων, την πραγματοποίηση σχεδίων, την συλλογή αρχαίων έργων τέχνης (μεταλλίων, αγαλματιδίων ή χειρογράφων) και την αντιγραφή αρχαίων επιγραφών. Στις έρευνές του συναντούμε πρώιμα δείγματα επιστημονικής μεθοδολογίας, με την πραγματοποίηση τοπογραφικών παρατηρήσεων, τον σχεδιασμό κατόψεων και την σύγκριση πηγών και χειρογράφων. Δείγματα της μεθοδολογίας αυτής συναντούμε πολύ αργότερα, τον 19ο πλέον αιώνα, στο έργο περιηγητών κι αρχαιολόγων που θα συγκροτήσουν σταδιακά την επιστήμη της αρχαιολογίας, ενώ στη συλλογή των χειρογράφων με τις παρατηρήσεις του και τις καταγραφές του στα μνημεία της αρχαιότητας, που αποτελεί ένα εξάτομο έργο με τον τίτλο Commentaria, θα βασιστούν πολλοί μεταγενέστεροι μελετητές. Δυστυχώς τα Commentaria καταστράφηκαν σε πυρκαγιά το 1514, με αποτέλεσμα να εξαφανισθούν πολλές πολύτιμες πληροφορίες που αφορούσαν στις ελληνικές αρχαιότητες, οι οποίες την εποχή του Κυριακού, τον 14ο - 15ο αιώνα, σώζονταν σε πολύ καλύτερη κατάσταση σε σύγκριση με τον 19ο αιώνα, οπότε πραγματοποιήθηκε και η συστηματική πλέον αρχαιολογική τους έρευνα. Αποσπάσματα του έργου του συναντά κανείς σε χειρόγραφα που βρίσκονται σε ευρωπαϊκές βιβλιοθήκες, κυρίως στη Γερμανία και την Ιταλία.
Εξακολουθούμε να πιστεύουμε ότι η εκπαιδευτική αυτή δραστηριότητα θα συμβάλει στην πλήρη σας κατανόηση του πολιτιστικού φαινομένου της Αναγέννησης στην Ιταλία και της σημασίας που είχε αυτή, τόσο σε επίπεδο Ιστορίας της Τέχνης, όσο και σε επίπεδο προσέγγισης των προβληματισμών και των εμποδίων που αφορούν την Επιστήμη.
Ειδικότερα για τις Γκαλερί Ουφίτσι, θεωρούμε πως η ξενάγηση που έγινε βρήκε τους μαθητές μας καλά προετοιμασμένους και με αρκετά σφαιρική αντίληψη των καλλιτεχνικών ρευμάτων και τάσεων. Αλλά αυτό θα φανεί και από τα κείμενά τους που αφορούν τους λογοτέχνες, τους γλύπτες, τους ζωγράφους, τους αρχιτέκτονες, τους μουσικούς και τους επιστήμονες της περιόδου αυτής.
Από τα μέσα του δέκατου αιώνα μ.Χ. αρχίζει να διαμορφώνεται η νεόκοπη αστική τάξη, οι ασχολίες της οποίας είναι το εμπόριο και άλλες μεταπρατικές δραστηριότητες, η ναυτιλία, η θέσπιση τοκογλυφικών μεθόδων (δανειστικοί οργανισμοί που υπήρξαν ο πρόδρομος των νεώτερων τραπεζών), η καλλιέργεια επιστημών όπως η Νομική, η Ανατομία και η Ιατρική και η κατασκευή χρηστικών αντικειμένων (βιοτεχνία), όπως όπλων, ενδυμάτων και οικοσκευής.
Ο Φραντσέσκο Πετράρκα (Πετράρχης, 1304 -1374) διατήρησε στο έργο του Canzoniere (Άσματα) τις αξίες των ανθρωπιστικών σπουδών (“studia humanitatis”), με μοναδική συγγραφική κομψότητα, γνώση της Λατινικής και αγάπη για την Αρχαιότητα: πρόκειται για μια συλλογή από 336 ποιήματα (σονέτα, σεστίνες, μπαλάντες και ωδές), που περιλαμβάνουν τις “Rime in vita” (Στίχοι για τη ζωή) και τις “Rime in morte di Laura” (Στίχοι στον θάνατο της Λάουρα). Η Λάουρα υπήρξε το πρότυπο γυναίκας που του ενέπνευσε τον πλατωνικό έρωτα και τη συλλογή “Rime Sparse” στην Αβινιόν της Γαλλίας μετά το τέλος της θητείας του ως ιερωμένου.
Τα δώδεκα δίωρα μαθήματα power point του Νίκου Ξένιου περιλάμβαναν τα ακόλουθα ζητήματα:
ΦΛΩΡΕΝΤΙΑ: Η ΚΑΡΔΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗΣ
ΚΟΥΑΤΡΟΤΣΕΝΤΟ (15ος ΑΙΩΝΑΣ)
Μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Τούρκους, το 1453, πολλοί μορφωμένοι Έλληνες, κυρίως λόγιοι, κατέφυγαν στην Ιταλία. Αυτοί έφεραν μαζί τους τον σπουδαίο πολιτισμό της αρχαίας Ελλάδας, που είχε συνεχιστεί στη Ρώμη και στο Βυζάντιο. Η ανθηρή οικονομία της δυτικής Ευρώπης, μετά το Μεσαίωνα, ευνόησε την αναζήτηση νέων επιστημονικών εξηγήσεων για τα μυστήρια του κόσμου και του σύμπαντος. Ιταλοί γλύπτες, ζωγράφοι και αρχιτέκτονες, σφράγισαν με τα έργα τους τη νέα εποχή. Η τέχνη του Μεσαίωνα, διαποτισμένη με το πνεύμα και τις αξίες του Χριστιανισμού, απέφευγε να αποδώσει ρεαλιστικά το ανθρώπινο σώμα και περιοριζόταν στην αυστηρή απόδοση των μορφών. Σε αντίθεση με την τεχνοτροπία αυτή, οι αναγεννησιακοί καλλιτέχνες τολμούν να αποδώσουν με λεπτομέρειες το γυμνό σώμα. Στα έργα τους οι ανθρώπινες φιγούρες αποκτούν πλαστικές και αρμονικές αναλογίες.
Κατά την Αναγέννηση(Rinascimento)εγκωμίασαν τον Τζίοττο ως τον ζωγράφο που οδήγησε σε μια αληθινή αναβίωση της τέχνης και με αυτό εννοούσαν πως το έργο του ήταν εξίσου καλό με των ξακουστών καλλιτεχνών που επαινούσαν στα βιβλία τους οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι συγγραφείς. Η περίοδος που μεσολάβησε ανάμεσα στην κλασική εποχή και τη νέα εποχή που προσδοκούσαν, ήταν ένα θλιβερό διάλειμμα, το μεσοδιάστημα.Από ιστορικής πλευράς η Αναγέννηση εμφανίζεται ως περίοδος βαθειάς κρίσεως των δύο βασικών θεσμών του Μεσαίωνα, του παπισμού και της αυτοκρατορίας. Ο αγώνας ανάμεσα στις δύο αυτές δυνάμεις και η παρεμβολή σε αυτόν, του αστικού στοιχείου και των εθνικών μοναρχιών, κλόνισαν τον ένα έπειτα από τον άλλο τους στυλοβάτες της παλαιάς τάξεως πραγμάτων, ενώ πρόβαλλε όλο και πιο έντονα η ανάγκη νέων πολιτικών θεσμών. Η άνοδος της εμπορικής, τραπεζικής και βιομηχανικής αστικής τάξεως τροποποίησε βαθύτατα τη διάρθρωση της ευρωπαϊκής κοινωνίας μεταδίδοντάς της το ρεαλιστικό πνεύμα που χαρακτήριζε την καινούρια αυτή τάξη και δημιουργώντας τη νέα μορφή του λαϊκού πνευματικού ανθρώπου, επιστήμονα και καλλιτέχνη. Η μεγάλη αυτή ανανέωση του ευρωπαϊκού πολιτισμού έχει κύριο γνώρισμά της, την αναζήτηση στο παρελθόν, των προτύπων επάνω στα οποία θα στηριζόταν για την αναγέννηση του ιδεώδους εκείνου κόσμου, που ο Μεσαίωνας είχε καταστρέψει ή παραμορφώσει.Ο ουμανισμός κατέκτησε τα πανεπιστήμια, που έγιναν μαζί με τις ηγεμονικές και βασιλικές αυλές τα μεγάλα κέντρα τις ευρωπαϊκής Αναγεννήσεως, όπως η Βιέννη στην Αυστρία, το Παρίσι στη Γαλλία, η Κολωνία στη Γερμανία. Στην ιβηρική χερσόνησο, όπου είχε μετατοπιστεί το κέντρο των πολιτικών πραγμάτων της Ευρώπης με τις νέες μεγάλες γεωγραφικές ανακαλύψεις, πρώτος ο Πορτογάλος Φρανσίσκο ντε Σα ντε Μιράντα εισήγαγε στην Πορτογαλία τις καλλιτεχνικές μορφές και τις αισθητικές αρχές της Αναγέννησης, τις οποίες οδήγησε στην τελειότητα ο Λουίς ντε Καμόενς και στην Ισπανία οι Μποσκάν και Γκαρθιλάσο ντε λα Βέγκα. Για να κατανοηθεί ο αγγλικός αναγεννησιακός πολιτισμός, όπου ο αντίκτυπος της ιταλικής Αναγέννησης έγινε αισθητός με μεγάλη βραδύτητα, πρέπει να ληφθεί υπ'όψιν η κίνηση για τη θρησκευτική αναγέννηση και η ανταρσία εναντίον του μεσαιωνικού καθολικισμού.Οι παλαιότερες εκδηλώσεις της Αναγέννησης στην τέχνη εμφανίζονται στις πρώτες δεκαετίες του 15ου αιώνα, όταν ο Μαζάτσιο και ο Ντονατέλλο χειραφετούνται από τη γραμμικότητα και τον μυστικισμό της γοτθικής εποχής και χρησιμοποιούν την προοπτική μέθοδο του Μπρουνελλέσκι για να προβάλλουν τις μορφές τους σε έναν τρισδιάστατο πλαστικό χώρο, θεμελιώνοντας έτσι την τέχνη πάνω σε νέες αρχές και βασικά στην έκφραση της πραγματικότητας και την προσέγγιση στην φύση. Με τους καλλιτέχνες αυτούς συντελείται η ανακάλυψη του κόσμου και του ανθρώπου.
Αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη σημειώνεται, στις αρχές του 15ου αιώνα, μια μεταστροφή προς τον νατουραλισμό, εντονότερη στις βόρειες χώρες, όπου η λεγόμενη «Αναγέννηση του Βορρά», παρουσιάζει το 1432, το πολύπτυχο των αδελφών Χούμπερτ και Γιαν Βαν Άυκ «Ο μυστικός αμνός», έργο που διακρίνεται για την επιμελή και ακριβή παρατήρηση και εκτέλεση του τοπίου, των εσωτερικών και των ανθρώπινων τύπων. Ο λεπτομερειακός νατουραλισμός, είναι φαινόμενο διαφορετικό από το ιταλικό. Στην Ιταλία επικρατεί η νέα αντίληψη της εσωτερικής ενότητας του χώρου, και διατυπώνεται με τη μαθηματική αναπαραστατική μέθοδο της προοπτικής και με την πλαστική και ανατομικά ορθή απόδοση του ανθρώπινου σώματος.
Στη διαμόρφωση των νέων αρχών συμβάλλει η επανεύρεση και επανεκτίμηση του κλασικού κόσμου από την ουμανιστική κίνηση, στοιχείο θεμελιακό του τέλους του 15ου και ολόκληρου του 16ου αιώνα. Ο Μπρουνελλέσκι, ο Μαζάτσιο και ο Ντονατέλλο είναι οι τρεις πρωτεργάτες της αναγεννησιακής τέχνης. Στα έργα του αρχιτέκτονα Μπρουνελλέσκι εμφανίζεται για πρώτη φορά μια νέα αντίληψη του χώρου, θεμελιωμένη στην προοπτική, όπου κάθε επίπεδο και κάθε όγκος υποτάσσεται σε μια καθορισμένη γεωμετρική τάξη και στις οργανικές αναλογίες των τμημάτων του κτιρίου. Ο αρχιτέκτονας δεν είναι πια ένας απλός εκτελεστής, αλλά ο δημιουργός του αρχιτεκτονικού συνόλου. Παράλληλα ο ζωγράφος Μαζάτσιο προσχωρεί στις νέες αντιλήψεις, υποτάσσει τις μορφές του στον χώρο και τις πλουτίζει με σωματική ρώμη και ηθική επίγνωση της αξίας της ανθρώπινης προσωπικότητας, άγνωστα χαρακτηριστικά στον γοτθικό κόσμο. Ο Ντονατέλλο θεωρεί ότι η τεχνική δεν είναι μέσον που μεταβιβάζεται και γίνεται αποδεκτό συμβατικά, αλλά μια συνεχείς δημιουργία και έρευνα με σκοπό να αποκαλύψει τις αξίες του χώρου με τις οποίες οικοδομείται και εκφράζεται η υλική υπόσταση. Το 1435 ο Λεόν Μπαττίστα Αλμπέρτι δημοσίευσε το Περί ζωγραφικής έργο του, αφιερωμένο στον Μπρουνελλέσκι, όπου μαζί με την αξιολόγηση των νέων αντιλήψεων, παρουσίαζε και τους κανόνες της νέας τέχνης. Σύμφωνα με αυτούς, η αρχιτεκτονική έπρεπε να στηρίζεται στην προοπτική, αλλά και να ανατρέχει στην αρχαιότητα και η ζωγραφική να χρησιμοποιεί τις ρυθμολογικές υπαγορεύσεις αποβλέποντας στο «κάλλος», δηλαδή στην συμφωνία και αρμονία των μερών. Το 1452, στο έργο του Περί οικοδομικής, επανερχόταν στις χαράξεις του Βιτρούβιου που δίδασκαν την ευρυθμία και τη συμμετρία των μερών.
Ενδιαφέρουσα είναι η τοποθέτηση του Γκιμπέρτι. Με το καλλιτεχνικό και θεωρητικό του έργο προσπαθεί να συνδέσει την τέχνη του 14ου αιώνα με τη νέα τέχνη. Ενώ στα γλυπτά του η παρουσία γοτθικών στοιχείων είναι συχνή, στα Σχόλιά του, τονίζεται η υπεροχή της κλασικής τέχνης, η ιστορική σχέση με τον 14ο αιώνα και ταυτόχρονα η σημασία της οπτικής για την τέχνη. Στρέφει την προσοχή του στη μαθηματική και γεωμετρική μορφή του σχεδίου και τη θεωρεί βασικό στοιχείο για τη νέα καλλιτεχνική όραση.
Στον 15ο αιώνα, λεγόμενο και ως Quattrocento, δηλαδή τα «Τετρακόσια», όλοι σχεδόν οι Ιταλοί ζωγράφοι συμμετείχαν στην καλλιτεχνική ανανέωση προβάλλοντας από τους αναγεννησιακούς εκφραστικούς τρόπους όσους συμφωνούσαν περισσότερο με την προσωπικότητά τους. Δηλαδή, την προοπτική, την πλαστικότητα, την επαναφορά των θεμάτων από τη μυθολογία,- όπως την παρουσιάζει στα έργα του ο Φλωρεντινός ζωγράφος Σάντρο Μποττιτσέλλι, που εμπνέεται από τον αρχαίο κόσμο χωρίς να προσπαθεί να εφαρμόσει τους κανόνες της αρχαιότητας και άλλοτε εμπνέεται από το μυθικό κόσμο, όπου εμφανίζεται σαν φορέας ηθικών μηνυμάτων με περιεχόμενο συμβολικό και θρησκευτικό - ή από τον ρωμαϊκό κόσμο. Οι σημαντικότεροι οπαδοί των αρχών του Μπρουνελλέσκι και του Μαζάτσιο την εποχή αυτή ήταν, ο Πάολο Ουτσέλλο, ο Αντρέα ντελ Καστάνιο και ο Ντομένικο Βενετσιάνο, με τον οποίο συνδέεται η τέχνη του Πιέρο ντε λα Φραντσέσκα.
Επίσης ο ζωγράφος Φρα Αντζέλικο, έμεινε πιστός στις ιδέες της γοτθικής τέχνης και παράλληλα εφάρμοσε στα έργα του τις νέες μεθόδους του Μαζάτσιο, για να εκφράσει κυρίως τα παραδοσιακά θέματα τις θρησκευτικής τέχνης. Ενώ ζωγράφοι σαν τον Φρα Αντζέλικο μπορούσαν να χρησιμοποιούν το καινούριο χωρίς να αλλάξουν το πνεύμα του παλιού, άλλοι λιγότερο ευσεβείς και λιγότερο φιλόδοξοι καλλιτέχνες, εφάρμοζαν τις νέες μεθόδους με ελαφριά καρδιά, χωρίς να νοιάζονται πολύ για τη δυσκολία που παρουσίαζαν. Σε αυτήν την κατηγορία ανήκει ο ζωγράφος Μπενότσο Γκότσολι, μαθητής του Φρα Αντζέλικο.
Οι πραγματείες του Πιέρο ντε λα Φραντσέσκα «Η προοπτική στη ζωγραφική» και «Πέντε συστήματα ευρυθμίας», επηρέασαν το έργο των Λαουράνα και ύστερα από μερικά χρόνια την αρχιτεκτονική του Μπραμάντε, καθώς και ζωγράφους όπως τον Αντονέλλο ντα Μεσσίνα, τον Τζοβάννι Μπελλίνι, τον Περουτζίνο. Ο Αντρέα Μαντένια ανέπτυξε κατά τρόπο εντελώς προσωπικό τις αναγεννησιακές ιδέες. Στους πίνακές του, η ηρωική πλευρά του ουμανισμού, που είχε εμφανιστεί παλαιότερα με τα έργα του Ντονατέλλο και του Αντρέα ντελ Καστάνιο, διαμορφώνεται σε μυθικό όραμα του ρωμαϊκού κόσμου. Στη Φερράρα οι ζωγράφοι Κόσσα, Έρκολε ντε Ρομπέρτι και Κοσμέ Τούρα, δημιουργούν ένα ιδιότυπο ύφος, συνδυασμό των υποδειγμάτων του Μαντένια και του Πιέρο ντε λα Φραντσέσκα, με τη γοτθική, συμβολική αστρολογική κυρίως παράδοση και τη φλαμανδική ζωγραφική.
Η δεύτερη φάση της Αναγέννησης αναπτύσσεται στις αρχές του 16ου αιώνα (Cinquecento) με σημαντικότερο κέντρο τη Ρώμη και καθορίζεται από δύο ρεύματα αναζητήσεων, το ένα επιδιώκει να φτάσει σε ένα σαφές και ορθολογιστικό όραμα της φύσεως και το άλλο στην πραγμάτωση του ιδανικού «κάλλους». Ο Λεονάρντο ντα Βίντσι, ο Μπραμάντε, ο Ραφαήλ και ο Μιχαήλ Άγγελος αποτελούν σταθμούς μέσα στην εξέλιξη αυτή. Ο Βαζάρι στο έργο του «Βίοι των καλλιτεχνών», είχε ήδη διαγνώσει ότι οι αρχές του 16ου αιώνα ήταν η χρυσή εποχή της Αναγέννησης και ότι η τεχνοτροπία του Ραφαήλ και του Μιχαήλ Άγγελου αντιπροσώπευε το κορύφωμα της ανόδου. Η εξέλιξη των αναζητήσεών τους ήταν το πρώτο βήμα για τον μανιερισμό, που σήμερα αναγνωρίζεται ότι ενώ έχει αναγεννησιακές τις ρίζες, είναι και εντελώς αυτόνομος από την Αναγέννηση, κυρίως για την έντονη κριτική του διάθεση απέναντι στην κλασική τέχνη. Στην αρχιτεκτονική, τον Μπραμάντε και τον Ραφαήλ διαδέχονται ο Αντόνιο ντα Σανγκάλλο, ο Περούτσι, ο Βινιόλα και ο Σέρλιο. Στη ζωγραφική, από τους πολυάριθμους οπαδούς του Ραφαήλ και του Λεονάρντο ντα Βίντσι, ξεχωρίζει για την μεγάλη σημασία των πειραματισμών του ο Κορρέτζιο.
Ο Τζορτζιόνε στα έργα του υποτάσσει τα πάντα, όχι στην προοπτική, αλλά στο χρώμα, που θεωρεί ότι καθιστά τον άνθρωπο κοινωνό του κοσμικού χώρου. Σε αυτήν την αρχή στηρίζεται όλη η πορεία της βενετσιάνικης ζωγραφικής και διακρίνεται τόσο στο έργο του Τισιανού, όπου κάτω από τη ρωμαλέα και αισθησιακή επιφάνεια διατηρούνται οι μεγαλειώδεις κλασικές αναλογίες της ανθρώπινης μορφής κατά την παράδοση του μνημειώδους ύφους του Μιχαήλ Άγγελου, όσο και στις προσπάθειες του Τιντορέττο να συμφιλιώσει το σχέδιο του Μιχαήλ Άγγελου με το χρώμα του Τισιανού και τέλος ως την απόλυτη ελευθερία της φαντασίας του Βερονέζε. Αλλά ενώ ο Βερονέζε όπως και ο Τιντορέττο και ο Γιάκοπο Μπασσάνο συμμετέχουν στην κρίση του μανιερισμού, η αρχιτεκτονική στη Βενετία προχωρεί, δίχως παρεκκλίσεις, από την κλασικιστική παράδοση με τον Σανσοβίνο, στη συνέχιση των αρχών του Μπραμάντε με τον Σανμικέλι, για να καταλήξει στην φειδιακή ηρεμία του Παλλάντιο. Δεν ήταν μόνο στα μεγάλα κέντρα, όπως η Βενετία, που οι καλλιτέχνες ανακάλυψαν νέες δυνατότητες και νέες μεθόδους. Ο ζωγράφος που αργότερα θεωρήθηκε ο πιο προοδευτικός και ο πιο τολμηρός καινοτόμος όλης της περιόδου ζούσε απομονωμένος στην Πάρμα, μια μικρή πόλη στην βόρεια Ιταλία, ήταν ο Κορρέτζιο. Ο οποίος εκμεταλλεύτηκε την ανακάλυψη, ότι το χρώμα και το φως μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να εξισορροπούν τις φόρμες και να οδηγήσουν το βλέμμα του θεατή προς ορισμένες κατευθύνσεις.
Στην υπόλοιπη Ευρώπη, όπου η γοτθική παράδοση είχε ισχυρότερες ρίζες και όπου είχε διαδοθεί ο νατουραλισμός του 15ου αιώνα, η ιταλική Αναγέννηση συνάντησε αρχικά πολλές αντιδράσεις. Οι καλλιτέχνες των χωρών του Βορρά δεν είχαν ίσως πολύ διαφορετικούς στόχους από τους συναδέλφους τους στην Ιταλία. Στην αρχιτεκτονική εξακολουθούσαν να επεξεργάζονται τον γοτθικό ρυθμό του 14ου αιώνα. Η ανάπτυξη της ζωγραφικής και της γλυπτικής στην Ευρώπη τον 15ο αιώνα έμεινε πιστή στην γοτθική παράδοση. Οι μαθηματικοί κανόνες της προοπτικής, τα μυστικά της επιστημονικής ανατομίας και η μελέτη των ρωμαϊκών μνημείων δεν είχαν ταράξει την πνευματική ηρεμία των καλλιτεχνών του Βορρά. Για αυτό το λόγο μπορούμε να πούμε ότι εξακολουθούσαν να ανήκουν στο Μεσαίωνα, ενώ οι συνάδελφοί τους από την άλλη μεριά των Άλπεων είχαν ήδη προχωρήσει στη νεότερη εποχή. Ο Γιαν βαν Άυκ τους είχε διδάξει πώς να καταστήσουν την εικόνα καθρέπτη της φύσης, προσθέτοντας τη μια λεπτομέρεια πάνω στην άλλη, έως ότου καλυφθεί όλος ο χώρος με τη συνδρομή της προσεκτικής παρατήρησης.
Γιαν βαν Άικ, Το ζεύγος Αρνολφίνι
Στέφαν Λόχνερ
Ροτζιερ βαν ντερ Βάιντεν Ζωγράφοι του Βορρά που επηρεάστηκαν από τον Γιαν βαν Άυκ ήταν οι Στέφαν Λόχνερ και Ρογήρος βαν ντερ Βάυντεν.Τον 16ο αιώνα ένας καλλιτέχνης που ένιωθε την επιθυμία να κατανοήσει σε βάθος τις νέες αρχές της τέχνης και να αποφασίσει μόνος του αν του ήταν χρήσιμες, ήταν ο γερμανός καλλιτέχνης Άλμπρεχτ Ντύρερ. Ενώ απέδειξε πως ήταν κληρονόμος στην απεικόνιση των φανταστικών μορφών και των οραμάτων των καλλιτεχνών της γοτθικής παράδοσης, δεν έμενε ωστόσο ικανοποιημένος με το επίτευγμά του.
Οι σπουδές και τα σχέδιά του φανερώνουν πως τον ενδιέφερε να μελετήσει την ομορφιά της φύσης και να την αντιγράψει με υπομονή και πιστότητα, όπως όλοι οι καλλιτέχνες μετά τον Γιαν βαν Άυκ, που δίδαξε στους ζωγράφους του Βορρά πως ο κύριος στόχος της τέχνης τους θα έπρεπε να είναι η αναπαράσταση της φύσης. Οι καλλιτέχνες που προσπάθησαν να αφομοιώσουν την νέα γνώση, όπως είχε κάνει ο Ντύρερ στη Γερμανία, διχάστηκαν συχνά ανάμεσα στην πίστη τους για τις παλιές μεθόδους και στην αγάπη τους για το νέο. Ένας από τους ζωγράφους αυτούς ήταν και ο Μαμπούζε, ο οποίος ζωγράφιζε τις μορφές σύμφωνα με την παράδοση του Βαν Άυκ. Σύντομα όμως οι ρυθμολογικές και επιστημονικές κατακτήσεις της επικράτησαν παντού, ιδιαίτερα στη μορφή του μανιερισμού.
Η Ρωμαϊκή τέχνη αποτελεί μια φυσική συνέχεια της Ελληνιστικής. Η τεράστια καλλιτεχνική παραγωγή συνεχίζεται πάνω στο ίδιο πνεύμα, πολλές φορές με απευθείας αντιγραφές ελληνιστικών έργων. Στην Πομπηία έχουν σωθεί πολλές τοιχογραφίες σχεδόν σε όλα τα σπίτια και τις επαύλεις και παρουσιάζουν τεράστια ποικιλία θεμάτων. Οι τοιχογραφίες μοιάζουν με εικόνες θεατρικών σκηνών και έχουν φιλοτεχνηθεί με την ψευδαισθητική τεχνική (trompe I'oeil), προκειμένου να δημιουργήσουν στους τοίχους προοπτικούς, διακοσμητικούς χώρους. Ο καλλιτέχνης, προκειμένου να «εξαφανίσει» τον τοίχο, προσπαθεί να δημιουργήσει την οπτική απάτη ενός κήπου. Η απεικόνιση είναι λεπτομερής, με ιδιαίτερη έμφαση στο προοπτικό βάθος. Οι δύο βασικές μορφές τέχνης το Μεσαίωνα είναι η ρωμανική και η γοτθική. H ονομασία ρομανική αναφέρεται στην τέχνη της Δυτικής Ευρώπης τον 11ο και το 12ο αιώνα η οποία βασίζεται σε μια ελεύθερη μεταφορά των αρχών της ρωμαϊκής τέχνης.
Ανακεφαλαιώνοντας τις γνώσεις που κατακτήθηκαν από τα παιδιά, καταλήξαμε στα εξής: Στην Αναγέννηση η τέχνη αποδεσμεύτηκε από το θρησκευτικό δογματισμό, και η ομορφιά του πραγματικού κόσμου ήταν πλέον το νέο πεδίο της καλλιτεχνικής αναζήτησης. Ο άνθρωπος και ο χώρος γύρω από αυτόν αποτέλεσαν το κεντρικό σημείο αναφοράς των καλλιτεχνικών μελετών της Αναγέννησης. Ο καλλιτέχνης επιδίωκε να αναβιώσει, μέσα από την τέχνη, το μεγαλείο της αρχαιότητας, και ο στόχος αυτός εξαπλώθηκε σιγά σιγά από τις πόλεις της Βόρειας Ιταλίας στην υπόλοιπη Δυτική και Κεντρική Ευρώπη. Η στροφή στην αρχαιότητα έμεινε γνωστή με τον όρο «Ανθρωπισμός» (Ουμανισμός). Στη διάρκεια της Αναγέννησης οι καλλιτέχνες προσπάθησαν να προσεγγίσουν με αντικειμενικό τρόπο το Ωραίο, την αρμονία και τη χάρη. Θεώρησαν ότι οι ιδιότητες αυτές αντανακλούν τα χαρακτηριστικά του πραγματικού κόσμου και του τελειότερου δημιουργήματος της φύσης, δηλαδή του ανθρώπου. Ο καλλιτέχνης έπρεπε να μελετήσει προσεκτικά τα χαρακτηριστικά της φύσης και στη συνέχεια να προχωρήσει στην επιλογή των στοιχείων που θα του επέτρεπαν να συνθέσει μια ιδανική εικόνα της πραγματικότητας. Το καλλιτεχνικό έργο θα στηριζόταν έτσι σε μια γενικευμένη αλήθεια της φύσης, θα ισορροπούσε ανάμεσα στο ιδανικό και το πραγματικό, ανάμεσα στο γενικό και το μερικό, χωρίς όμως να απομακρύνεται από την πραγματικότητα. Ωστόσο, δεδομένου ότι οι αρχαίοι είχαν μελετήσει τη φύση και γνώριζαν τους νόμους της, μέσα από την αναβίωση του αρχαίου πνεύματος μπορούσαν να εξασφαλιστούν η αρμονία με τη φύση και η επιδιωκόμενη αίσθηση μιας "οικουμενικής τάξης πραγμαάτων".
Επίσης, ένας παιδαγωγικός στόχος που ειδικότερα αφορά τους μαθητές ενός Μουσικού Σχολείου ήταν να γίνει κατανοητό πως , στην Αναγέννηση, ο μέσος καλλιτέχνης-διανοούμενος απομακρύνθηκε από τη συντεχνιακή παραγωγή του Μεσαίωνα και, απαιτώντας την αυτονομία του ρόλου του, τοποθετήθηκε στην πρωτοπορία των νέων κυρίαρχων κοινωνικών τάξεων. Πως η ζωγραφική, η γλυπτική και η αρχιτεκτονική ανακηρύχθηκαν σε «ελευθέριες τέχνες», δραστηριότητες δηλαδή για «ελεύθερα πνεύματα και για ευγενείς ψυχές», όπως έγραψε ο Αλμπέρτι, και πως καλλιτέχνης αμειβόταν γι' αυτή ακριβώς την ενασχόλησή του με την καλλιτεχνική-πνευματική παραγωγή, ενώ παράλληλα μελετούσε τις φυσικές επιστήμες, την ιατρική και την κλασική φιλολογία, ανέπτυσσε ένα θεωρητικό προβληματισμό και επιδίωκε να καθορίσει τις αρχές και τις αξίες της εν γένει καλλιτεχνικής δημιουργίας. Μέσα από αυτή τη γενική παιδεία, το "καλλιτεχνικώς ζην" αλλά και με τη συμβολή των πορισμάτων των φυσικών επιστημών άρχισε να εφαρμόζει την προοπτική σχεδίαση και τη θεωρία των αναλογιών στην απεικόνιση της πραγματικότητας. Η τάξη και η αρμονία του κόσμου απεικονίζονταν πια στην επιφάνεια του πίνακα σύμφωνα με τους κανόνες της κεντρικής προοπτικής. Μέσω της προοπτικής και των βραχύνσεων επιτεύχθηκε η απόδοση της τρίτης διάστασης (δηλαδή του βάθους) των αντικειμένων και του χώρου στην επίπεδη επιφάνεια.
Η προοπτική είναι ένας μαθηματικός τρόπος για την ψευδαισθητική απόδοση του βάθους, της τρίτης δηλαδή διάστασης, που λείπει από τη διδιάστατη ζωγραφική επιφάνεια. Για να το επιτύχει αυτό, ο ζωγράφος τοποθετεί το «σημείο φυγής» στο κέντρο του πίνακα, επάνω στη γραμμή του ορίζοντα, που αντιστοιχεί στο ύψος των ματιών του θεατή και προς το οποίο συγκλίνουν όλες οι παράλληλες ευθείες. Αυτή η οργάνωση ενός επιπέδου ονομάζεται κεντρική προοπτική. H αναφορά στην ελληνορωμαϊκή τέχνη και μελέτη της φύσης συμβαδίζει με την προοπτική, τη μελέτη του προτύπου και την επιλογή θεμάτων από τη μυθολογία.
H ψευδαίσθηση του βάθους που δημιουργείται με τον προοπτικό σχεδιασμό, η ισορροπία της σύνθεσης και η χρήση των αναλογιών οδηγούσαν το ζωγράφο στη μαθηματική οργάνωση της εικόνας, αλλά και στη μελέτη της ανατομίας του ανθρώπινου σώματος, καθώς το ενέτασσαν στην προσδιορισμένη διάταξη των σχημάτων και των χρωμάτων.
H καλλιτεχνική αναπαράσταση συνέβαλε στη μετάδοση της γνώσης, και ο καλλιτέχνης, ως διαμεσολαβητής, έπρεπε να διαθέτει βαθιά και ευρεία εξοικείωση με την πραγματικότητα που τον περιέβαλε. Η ζωγραφική έγινε μια διαδικασία με συγκεκριμένα προβλήματα και λύσεις που μπορούσαν να επαληθευτούν. H τεχνική της ζωγραφικής εξελίχτηκε μαζί με την επιστημονική αναζήτηση και εναρμονίστηκε μαζί της στην ανακάλυψη των νόμων της φύσης και του σύμπαντος. H ανάμειξη των χρωμάτων με λάδι - θεωρείται ότι ο Ολλανδός ζωγράφος Γιαν Βαν Άυκ (1390-1441) «εφηύρε» την τεχνική της ελαιογραφίας, η οποία μέσω του μαθητή του Πέτρους Κρίστους πέρασε στην Ιταλία - έδωσε τη δυνατότητα στους καλλιτέχνες να μπορέσουν να επιμεληθούν περισσότερο τη λεπτομέρεια επάνω στη ζωγραφική επιφάνεια, να αυξήσουν την ένταση των χρωμάτων και να αποδώσουν με μεγαλύτερη δύναμη το φως και την ατμόσφαιρα που διαχέονται επάνω στην επιφάνεια του έργου. Οι αρχές της ιταλικής Αναγέννησης εξαπλώθηκαν βόρεια των Άλπεων κατά τη διάρκεια του 16ου αιώνα και επηρεάστηκαν από τα ντόπια χαρακτηριστικά της τέχνης, παράλληλα με τα πρώτα σημάδια του Μανιερισμού.
H ΡΩΜΗ ΤΟΥ ΛΕΟΝ ΜΠΑΤΙΣΤΑ ΑΛΜΠΕΡΤΙ (σχέδιο )
Ο Μιχαήλ Άγγελος ντι Λοντοβίκο Μπουοναρότι Σιμόνι (Michelangelo di Lodovico Buonarroti Simoni, 6 Μαρτίου 1475 - 18 Φεβρουαρίου 1564(, γνωστός περισσότερο ως Μιχαήλ Άγγελος, ήταν γλύπτης, ζωγράφος, αρχιτέκτονας και ποιητής της Αναγέννησης. Σήμερα αναγνωρίζεται ως ένας από τους σπουδαιότερους δημιουργούς στην ιστορία της τέχνης. Υπήρξε ο μοναδικός καλλιτέχνης της εποχής, του οποίου η βιογραφία εκδόθηκε πριν το θάνατό του, στους Βίους του Τζόρτζιο Βαζάρι, ο οποίος επέλεξε να τον τοποθετήσει στην κορυφή των καλλιτεχνών, χρησιμοποιώντας για τον Μιχαήλ Άγγελο το προσωνύμιο ο θεϊκός (Il Divino). Στα δημοφιλέστερα έργα του ανήκουν οι νωπογραφίες που φιλοτέχνησε για το Παπικό παρεκκλήσιο του Βατικανού (Καπέλα Σιξτίνα), το άγαλμα του Δαβίδ και η Πιετά (αποκαθήλωση) στην Βασιλική του Αγίου Πέτρου, στη Ρώμη. Ο Τζάκομο ντέλλα Πόρτα (ιταλικά: Giacomo della Porta, περίπου 1532 – 1602) ήταν Ιταλός αρχιτέκτονας και γλύπτης, ο οποίος εργάστηκε για πολλά σημαντικά κτίρια στην πόλη της Ρώμης, συμπεριλαμβανομένης και της Βασιλικής του Αγίου Πέτρου. Ως αποτέλεσμα, κέρδισε τον τίτλο του Αρχιτέκτονα του Ρωμαϊκού Λαού. Κατά τη διάρκεια της μακράς καριέρας του, ολοκλήρωσε μια πληθώρα έργων για πολλούς Πάπες και μέλη της ρωμαϊκής αριστοκρατίας.
Jiacomo della Porta Ο Τζάκομο ντέλλα Πόρτα γεννήθηκε στην Πορλέτσα της Λομβαρδίας. Στο έργο του επηρεάστηκε από το Μιχαήλ Άγγελο, με τον οποίο συνεργάστηκε, καθώς και από τον Τζάκομο Μπαρότσι ντα Βινιόλα, τον δάσκαλό του στην αρχιτεκτονική. Μετά το 1563 εκτέλεσε έργα του Μιχαήλ Αγγέλου για την ανοικοδόμηση ανοιχτών χώρων της Ρώμης. Στον Καπιτωλίνο, επενέβη στην πρόσοψη και τα σκαλιά του Παλάτσο Σανατόριο, αλλά και στην Κορντονάτα Καπιτολίνα. Μετά το θάνατο του Βινιόλα το 1573, συνέχισε την κατασκευή της Εκκλησίας του Ιησού, ενώ το 1584 έκανε μετατροπές στην πρόσοψη βάσει δικών του σχεδίων. Κατέστησε την πρόσοψη του Σαν Λουίτζι ντέι Φραντσέζι ένα διακοσμητικό έργο ανεξάρτητο από το κυρίως σώμα της κατασκευής, μια μέθοδος που βρήκε πολλούς μιμητές αργότερα. Από κοινού με τον Κάρλο Μαντέρνο έχτισε το ναό του Σαν Τζοβάννι ντέι Φιορεντίνι σύμφωνα με σχέδια του Σανσοβίνο. Από το 1573 αποτέλεσε τον επικεφαλής της ανοικοδόμησης της Βασιλικής του Αγίου Πέτρου, και αργότερα, σε συνεργασία με τον Ντομένικο Φοντάνα, ολοκλήρωσε το θόλο το 1588-1590. Ο Τζάκομο ντέλλα Πόρτα κατασκεύασε πολλές από τις κρήνες της πόλης που χρονολογούνται το 16ο αιώνα. Ανάμεσά τους συναντούμε τα συντριβάνια στην Πιάτσα ντελ Πόπολο, καθώς και τις Φοντάνα ντι Νετούνο και Φοντάνα ντελ Μόρο στην Πιάτσα Ναβόνα. Απεβίωσε στη Ρώμη το 1602.
Rafaello O Ραφαήλ ή Ραφαέλο Σάντσιο (ιταλ. Raffaello Sanzio, 28 Μαρτίου ή 6 Απριλίου 1483 - 6 Απριλίου 1520) ήταν Ιταλός ζωγράφος και αρχιτέκτονας της ύστερης Αναγέννησης. Υπήρξε ένας από τους επιφανέστερους καλλιτέχνες της εποχής του, του οποίου η φήμη και η αξία υπήρξαν ανάλογες με εκείνες του Μιχαήλ Άγγελου και του Λεονάρντο ντα Βίντσι. Γεννήθηκε στο Ουρμπίνο και μαθήτευσε αρχικά στο πλευρό του πατέρα του, Τζιοβάνι Σάντι, και αργότερα εκπαιδεύτηκε στο εργαστήριο του Περουτζίνο. Παράλληλα, ήρθε νωρίς σε επαφή με κύκλους μορφωμένων ουμανιστών. Τα πρώιμα έργα του χρονολογούνται στις αρχές του 16ου αιώνα και φιλοτεχνήθηκαν κατά κύριο λόγο στην Περούτζια, πριν εγκατασταθεί στη Φλωρεντία και αργότερα στη Ρώμη. Εκεί ολοκλήρωσε ορισμένα από τα σπουδαιότερα έργα του, μεταξύ των οποίων οι τοιχογραφίες στο Βατικανό. Αυτά τα έργα ακολούθησαν τη λεγόμενη Σχολή των Αθηνών, ως έκφραση κλασικής τέχνης. Ως αρχιτέκτων προσανατολίστηκε στις επιλογές του Μπραμάντε, μετά το θάνατο του οποίου ανέλαβε τη διεύθυνση των έργων στην εκκλησία του Αγίου Πέτρου. Πέθανε απρόσμενα σε ηλικία 37 ετών στη Ρώμη. Χαρακτηρίζεται ως ένας από τους σημαντικότερους ζωγράφους της Ευρώπης, του οποίο το έργο θαυμάζεται για την καθαρότητα της φόρμας του και τη δεξιοτεχνία του. Ο Ραφαήλ προσλήφθηκε για να διακοσμήσει με νωπογραφίες τέσσερα δωμάτια στο Αποστολικό Παλάτι του Βατικανού. Σήμερα, αυτά τα δωμάτια ονομάζονται "τα δωμάτια Ραφαήλ" ή "Stanze di Rafaello" στην Ιταλική.
TEXNIKH SFUMMATO
Ραφαέλλο Σάντι ή Σάντσιο του Ουρμπίνο, Η Σχολή των Αθηνών
Ευχαριστούμε την καθηγήτρια Ιστορίας της Τέχνης κα Δώρα Καραγκούνη για τη διδασκαλία της στο έργο του Ραφαέλλο.
Ηλιόδωρος
Η πόλη φλεγόμενη
Η Σχολή των Αθηνών (Βατικανό)
Οι Κύριες και οι Θεολογικές Αρετές
Άγιος Πέτρος
Η ομάδα του Παρνασσού
Υπενθυμίζουμε πως ο Ραφαέλλο γεννήθηκε το 1483 στο δουκάτο Ουρμπίνο, το οποίο αποτελούσε την εποχή εκείνη σημαντικό πνευματικό κέντρο, κατά την περίοδο της ηγεμονίας του Φεντερίκο ντα Μοντεφέλτρο. Ο πατέρας του, Τζοβάνι Σάντι, ήταν διακεκριμένος ζωγράφος που συχνά πρόσφερε τις υπηρεσίες του στην Αυλή του δούκα και έχαιρε επίσης ιδιαίτερης εκτίμησης ως ποιητής και χρονικογράφος. Πέθανε όταν ο Ραφαήλ ήταν μόλις έντεκα ετών και ενώ, τρία χρόνια νωρίτερα, είχε πεθάνει η μητέρα του, Μάγια ντι Μπατίστα Κιάρλα. Υπήρξε ο πρώτος δάσκαλος του γιου του στη ζωγραφική, ο οποίος σύμφωνα με τον Τζόρτζιο Βαζάρι μαθήτευσε αργότερα στο πλευρό του Περουτζίνο, στην Περούτζια. Ο τελευταίος αποτελούσε έναν από τους πλέον διακεκριμένους και επιτυχημένους ζωγράφους της εποχής, αναλαμβάνοντας την εκπαίδευση του Ραφαήλ ενώ βρισκόταν στην κορυφή της δόξας του. Η άφιξή του στην Περούτζια και η έναρξη της συνεργασίας του με τον Περουτζίνο δεν έχει προσδιοριστεί με ακρίβεια, ωστόσο τοποθετείται περίπου το 1495.
Peruggino, Μαντόνα
Ραφαέλλο, Μαντόνα Σιξτίνα
Ραφαέλλο, Μαντόνα και βρέφος
Ραφαέλλο, Μαντόνα και βρέφος
Φρα Αντζέλικο Λίππι, Μαντόνα και βρέφος
Ραφαέλλο, η Μαντόνα της Σετζόλα
Peruggino, Λορέντζος
Peruggino, Pieta
Η πρώτη επίσημη καταγραφή της δραστηριότητάς του χρονολογείται στις 10 Δεκεμβρίου του 1500, σύμφωνα με έγγραφο που πιστοποιεί πως ανέλαβε να φιλοτεχνήσει ένα ιερό, με προθεσμία έως το Σεπτέμβριο του 1502. Ανέλαβε τις πρώτες παραγγελίες έργων του για εκκλησίες στην Τσιττά ντι Καστέλλο και στην Περούτζια, πόλεις που βρίσκονταν σε μικρή απόσταση από το Ουρμπίνο, ενώ φιλοτέχνησε επίσης τα σχέδια για μία σειρά νωπογραφιών για τη Biblioteca Piccolomini της Σιένα, έργο που ανέλαβε να ολοκληρώσει ο Μπερναρντίνο Πιντουρίκιο. Η πιθανώς παλαιότερη και άθικτη μέχρι σήμερα εικόνα που φιλοτέχνησε για την εκκλησία του Αγίου Δομήνικου στην Τσιττά ντι Καστέλλο, μία σύνθεση με θέμα τη σταύρωση του Χριστού (π.1502-3, Εθνική Πινακοθήκη Λονδίνου), παρουσιάζει αρκετά κοινά στοιχεία με έργα του Περουτζίνο, γεγονός που μαρτυρά την επίδραση του τελευταίου στην τεχνοτροπία του Ραφαήλ.
H "νομαδική" ζωή του Ραφαέλλο σε διάφορες πόλεις της βόρειας Ιταλίας επισκιάσθηκε από την παραμονή του στη Φλωρεντία, ίσως από το 1504. Ο "ζωγράφος του Ουρμπίνο", αποδεσμευόμενος σταδιακά από την επιρροή του δάσκαλού του Περουτζίνο, τώρα επηρεάζεται από τον Φρα Μπαρτολομέο και, κυρίως, από τον Λεονάρντο ντα Βίντσι, που εκείνη την περίοδο είχε επιστρέψει στην πόλη. Στις συνθέσεις του Ραφαέλλο εμφανίζονται σιγά σιγά γυμνοί πολεμιστές, πορτραίτα γυναικών σε τρία τέταρτα, η θεματική της Αγίας Οικογένειας, κοκ. Στην "Αγία Αικατερίνη της Αλεξάνδρειας" ο Ραφαέλλο υιοθετεί το contrapposto, ενώ η τεχνική χρωματισμού του γίνεται με sfummato, ώστε να αποδοθεί η διαφάνεια της ανθρώπινης σάρκας. Για πρώτη φορά εμφανίζονται, στα έργα του, οι "ματιές" που διασταυρώνονται ανάμεσα στις ομάδες που πλαισιώνουν τις πολυπρόσωπες συνθέσεις τους.
Αγία Αικατερίνη
Aντίγραφο της χαμένης "Λήδας με τον Κύκνο" του Μικελάντζελο, που υποτίθεται πως επηρέασε το contrapposto του Ραφαέλλο
Το κοντραππόστο στο άγαλμα "Δαβίδ" του Μικελάντζελο O Leonardo da Vinci ήταν πάνω από τριάντα χρόνια γεροντότερος από τον Ραφαέλλο, αλλά ο Μιχαήλ Άγγελος, που βρισκόταν εκείνη την περίοδο στη Ρώμη, ήταν μόλις οκτώ χρόνια μεγαλύτερός του. Ο Μιχαήλ Άγγελος απεχθανόταν τον Λεονάρντο ντα Βίντσι, και σταδιακά έφτασε να απεχθάνεται και τον Ραφαέλλο, αποδίδοντάς του συνωμοσίες εις βάρος του. Η "Εναπόθεσις του σώματος του Ιησού" αντλεί τη θεματική της από κλασικές ρωμαϊκές σαρκοφάγους και είναι δείγμα ενός πρώιμου κλασικισμού.
Ραφαέλλο, Προσωπογραφία του Μπίνο Αλτόβιτι
Ραφαέλλο, Η διάσωση του Μωϋσή
Rafaello, Πορτραίτο Κυρίας που κρατά μονόκερω
Ραφαέλλο, Οι τρεις Χάριτες Συγκρίνετε με τις μεταγενέστερες "Τρεις Χάριτες" του Ρούμπενς
MICHELANGELO BUONAROTTI Το έργο του Μιχαήλ Άγγελου δίδαξε η Δώρα Καραγκούνη, προβάλλοντας έργα γλυπτικής και ζωγραφικής, καθώς και διαφάνειες από την Capella Sixtina. ΜΙχαήλ Άγγελος, Pieta (Αποκαθήλωσις)
Υπενθυμίζουμε ότι ο Μιχαήλ Άγγελος απεικόνισε τεράστια και απόκοσμη την Κυμαία Σίβυλλα στην οροφή της Καπέλα Σιξτίνα στο Βατικανό (1508-1512). Στην ιταλική Κύμη κατέφυγε όταν εκδιώχθηκε από τη Ρώμη (509)π.Χ.), ο Ταρκύνιος ο Υπερήφανος, ο έβδομος κατά παράδοση και τελευταίος βασιλιάς της Ρώμης ετρουσκικής καταγωγής. Λέγεται μάλιστα ότι ο παππούς του ήταν Έλληνας από την Κόρινθο.Στον Ταρκύνιο τον Υπερήφανο – σύμφωνα πάλι με την παράδοση – παρουσιάστηκε η Κυμαία Σίβυλλα, που ήταν ιδιαιτέρως σεβαστή στους Ρωμαίους, και του άφησε τρία από τα εννέα βιβλία με τους σιβυλλικούς χρησμούς γύρω από την θρησκεία και την πολιτική των Ρωμαίων. Μιχαήλ Άγγελος, Δελφική Σίβυλλα (προσέξτε την κόρη και συγκρίνετέ την με την απόδοση της Θεοτόκου στην Pieta, καθώς και με το πρόσωπο του Δαβίδ. Σημειώστε τον αμφίρροπο χαρακτήρα με τον οποίον αποδίδονται τα γνωρίσματα του φύλου)
Μιχαήλ Άγγελος, Δαβίδ (κεφάλι)
ΜΙχαήλ Άγγελος, ανδρικό γυμνό (Καπέλα Σιξτίνα)
Μιχαήλ Άγγελος, προσχέδιο για Madonna
Μιχαήλ Άγγελος, προσχέδιο για ανδρικό γυμνό
ΚΑΠΕΛΑ ΣΙΞΤΙΝΑ Πανοραμική άποψη της οροφής
H KΥΜΑΙΑ ΣΙΒΥΛΛΑ Στο κλασικό μακροσκελές ποίημα του T. S. Eliot Η ΕΡΗΜΗ ΧΩΡΑ, (μετάφραση του Waste Land από τον Σεφέρη) υπάρχει η εξής παραπομπή στα αρχαία Ελληνικά και στα Λατινικά: Nam Sibyllam quidem Cumis ego ipse oculis meis vidi in ampulla pendere, et cum illi pueri dicerent: Σίβυλλα τί θέλεις; respondebat illa: ἀποθανεῖν θέλω. (μετάφραση: "Γιατί είδα με τα ίδια μου τα μάτια τη Σίβυλλα να κρέμεται σε μια φιάλη, και όταν τα νεαρά αγόρια την ερώτησαν "Σίβυλλα, τι θέλεις;", εκείνη απάντησε:"Να πεθάνω θέλω!")
Η προσωνυμία της ηλικιωμένης αυτής εκ των τεσσάρων γυναικείων Σιβυλλών του Μιχαήλ Άγγελου προέρχεται από την Κύμη Ευβοίας και την αρχαία αποικία της Cuma της Ιταλίας (σήμερα Κύμη ή παραδοσιακά Κούμη, πασίγνωστη η αρχαία προφήτης Κυμαία Σίβυλλα, Cumaea Sibylla. Στην ιστορία του πολιτισμού λίγες πόλεις είχαν το προνόμιο και την τιμή να διατελέσουν εκπολιτιστικές μητροπόλεις. Μια από αυτές υπήρξε η αρχαία Κύμη.Το 754π.Χ. η ευβοική Κύμη ίδρυσε μαζί με τους Χαλκιδείς την ιταλική Κύμη (Cuma). Η ιταλική Κύμη υπήρξε η αρχαιότερη ελληνική αποικία της Κάτω Ιταλίας και Σικελίας και οι κάτοικοί της είναι οι πρώτοι Έλληνες με τους οποίους ήρθαν σε επαφή οι τραχείς Λατίνοι και οι μυστηριώδεις Ετρούσκοι ή Τυρρηνοί. Στην ελληνική αποστολή που αποίκισε την περιοχή αυτή μετείχαν και κάποιοι Γραίοι, κάτοικοι της βοιωτικής Γραίας, γειτονικά της Τανάγρας, από τους οποίους σχημάτισαν οι Λατίνοι το εθνικό όνομα Graeci (Γραικοί) που χαρακτήρισε στη συνέχεια όλους τους Έλληνες. Εκεί και τότε πραγματοποιήθηκε η πρώτη συνάντηση του αρχαιοελληνικού με το ρωμαικό πολιτισμό. Οι Έλληνες άποικοι μετέδωσαν στους ντόπιους το χαλκιδικό αλφάβητο από το οποίο γεννήθηκε το το λατινικό. Για το λόγο αυτό το λατινικό αλφάβητο διασώζει, όπως και όλες οι σύγχρονές μας λατινογενείς γλώσσες, 8 γράμματα όμοια με τα ευβοικά (C,D,F,L,P,R,S,X). Εκτός από το αλφάβητο οι Έλληνες δίδαξαν στους ντόπιους τη χαλκουργία και τους μετέφεραν ελληνικούς μύθους, παραδόσεις, λατρευτικές συνήθειες. Με λίγα λόγια μετακένωσαν στο «agresti Latio» τον ελληνικό πολιτισμό και το μπόλιασαν με τους δυναμογόνους χυμούς του. Ο μεγάλος Ρωμαίος επικός ποιητής Βιργίλιος απαθανατίζει στο 3ο βιβλίο της Αινειάδας του την Cumaeam urbem (Κυμαία πόλη) και στο 6ο την θεόπνευστη μάντιδα, Cumaeam Sibyllam (Κυμαία Σίβυλλα) που συμβουλεύει τον Αινεία πως θα κατέβει στον Κάτω Κόσμο. Με μοναδική ευκολία οι Λατίνοι αφομοιώνουν τις ελληνικές επιδράσεις και ενσωματώνουν στο χτίσιμο της παράδοσής τους τόπους και πρόσωπα ελληνικά. Σύμφωνα με το θρύλο ο Απόλλωνας χάρισε στην Κυμαία Σίβυλλα, τη Διηφόβη, μακραίωνα ζωή όχι όμως και άφθαρτη νεότητα. Υπενθυμίζουμε ότι ο Μιχαήλ Άγγελος απεικόνισε τεράστια και απόκοσμη την Κυμαία Σίβυλλα στην οροφή της Καπέλα Σιξτίνα στο Βατικανό (1508-1512). Στην ιταλική Κύμη κατέφυγε όταν εκδιώχθηκε από τη Ρώμη (509)π.Χ.), ο Ταρκύνιος ο Υπερήφανος, ο έβδομος κατά παράδοση και τελευταίος βασιλιάς της Ρώμης ετρουσκικής καταγωγής. Λέγεται μάλιστα ότι ο παππούς του ήταν Έλληνας από την Κόρινθο.Στον Ταρκύνιο τον Υπερήφανο – σύμφωνα πάλι με την παράδοση – παρουσιάστηκε η Κυμαία Σίβυλλα, που ήταν ιδιαιτέρως σεβαστή στους Ρωμαίους, και του άφησε τρία από τα εννέα βιβλία με τους σιβυλλικούς χρησμούς γύρω από την θρησκεία και την πολιτική των Ρωμαίων. Πρωταγωνιστικός υπήρξε κατά συνέπεια ο ρόλος της Εύβοιας στη δημιουργία της Μεγάλης Ελλάδος και του πολιτισμού της. Από την πρώτη αυτή ελληνική πόλη στην Ιταλία (Cuma, επίθετο cumaeus – a- um) πήρε και η Σίβυλλα την προσωνυμία Cumaea.
Μιχαήλ Άγγελος, Αδάμ (από τη δημιουργία του Αδάμ, Καπέλα Σιξτίνα)
Ανδρικό γυμνό (λεπτομέρεια, Καπέλα Σιξτίνα)
ΟΙ ΔΟΥΛΟΙ ΠΟΥ ΒΓΑΙΝΟΥΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΕΤΡΑ: Μιχαήλ Άγγελος
Η Δημιουργία (λεπτομέρεια, Καπέλα Σιξτίνα)
Σίβυλλα (Καπέλα Σιξτίνα)
Δευτέρα Παρουσία (λεπτομέρεια, Καπέλα Σιξτίνα)
Προφήτης Ιερεμίας (Καπέλα Σιξτίνα)
Μιχαήλ Άγγελος, εκπεσών άνθρωπος (λεπτομέρεια από τη Δευτέρα Παρουσία, Καπέλα Σιξτίνα, πιθανόν με αυτοπροσωπογραφία)
ΜΙχαήλ Άγγελος , Δευτέρα Παρουσία ( Η Υστάτη Κρίσις, Καπέλα Σιξτίνα, συνολική θέα της σύνθεσης)
ΜΙχαήλ Άγγελος, Ο πειρασμός των πρωτοπλάστων (Καπέλα Σιξτίνα)
Μαζάτσιο, η εκδίωξη των πρωτοπλάστων από τον Παράδεισο
ΑΥΤΗ Η ΑΜΦΙΣΗΜΗ IMAGO, ΑΥΤΗ Η...ΠΑΡΕΞΗΓΗΜΕΝΗ FIGURA "(...)omnis(ergo)figura tanto evidentius veritatem demonstrat quanto apertius -per dissimilem similitudinem- figuram se esse et non veritatem probat" "Κάθε αναπαράσταση (άρα) της πραγματικότητας τόσο εμφανέστερα καταδεικνύει την πραγματικότητα (που αναπαριστά), όσο πιο διάτρανα -λόγω της επιφανειακής ομοιότητος αλλά ουσιαστικής ανομοιότητός της με την πραγματικότητα-αποδεικνύει το γεγονός ότι είναι αναπαράσταση και όχι η ίδια η πραγματικότητα!" Θωμάς ο Ακινάτης,13ος αιώνας μ.Χ.
Αν και η γνώση των ανθρώπινων διαστάσεων και αναλογιών ήταν δεδομένη για πολλούς από τους καλλιτέχνες του 15ου αιώνα, ο Λεονάρντο ήταν ο μοναδικός που επιχείρησε τόσο λεπτομερείς μελέτες. Είναι ακόμα γνωστό από αρκετά σχέδια του πως μελετούσε τις διαστάσεις του ανθρώπινου κρανίου και τις "κοιλότητες" του εγκεφάλου. Σε ένα από τα σχέδια του, αποτυπώνει την αντίληψη που κυριαρχούσε κατά το Μεσαίωνα ,σύμφωνα με την οποία ο εγκέφαλος αποτελείται από τρία τμήματα, το ένα πίσω από το άλλο, με το πρώτο να προσλαμβάνει τα ερεθίσματα, το δεύτερο να τα επεξεργάζεται και το τρίτο να τα αποθηκεύει. Επιπλέον διασώζεται σχέδιο του ντα Βίντσι που αναπαριστά τη συνουσία ενός άνδρα με μια γυναίκα, το οποίο εντάσσεται πιθανότατα σε γενικότερες μελέτες του γύρω από τη λειτουργία των εσωτερικών οργάνων του ανθρώπου. Ο Λεονάρντο διατύπωσε διάφορες απόψεις σχετικά με την επίδραση και τη λειτουργία ουσιών που συνδέονται με διαφορετικά μέρη του σώματος. Πίστευε χαρακτηριστικά πως τα δάκρυα προέρχονταν από την καρδιά, το κέντρο όλων των συναισθημάτων. Η σημασία αυτών των θέσεων --έστω και λανθασμένων -- έγκειται στο γεγονός πως οι ερμηνείες για τα ανθρώπινα συναισθήματα συνδέονταν με συγκεκριμένα όργανα του σώματος. Το περίφημο έργο του Μυστικού Δείπνου, σε συνδυασμό με τη μεταγενέστερη δημιουργία της Μόνα Λίζα απογείωσαν τη φήμη του ντα Βίντσι.
ΤΣΙΝΚΟΥΕΤΣΕΝΤΟ (δέκατος έκτος αιώνας) ΛΕΟΝΑΡΝΤΟ ΝΤΑ ΒΙΝΤΣΙ
Ζωγράφος, γλύπτης, εφευρέτης, αρχιτέκτονας, μηχανικός και επιστήμονας, ο Λεονάρντο ντα Βίντσι (Leonardo da Vinci) αποτελεί την προσωποποίηση του Αναγεννησιακού ανθρώπου. Νόθος γιος του δικηγόρου Πιέρο ντα Βίντσι και της χωρικής Κατερίνας, γεννήθηκε στις 15 Απριλίου του 1452 στην πόλη Αντσιάνο, κοντά στο Βίντσι της Ιταλίας. Το πλήρες όνομα του ήταν «Leonardo di ser Piero da Vinci».
Ο Λεονάρντο μεγάλωσε με τον πατέρα του στην πόλη της Φλωρεντίας, όπου από πολύ μικρή ηλικία έδειξε δείγματα της ευφυΐας και του καλλιτεχνικού του ταλέντου. Σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών στάλθηκε ως μαθητευόμενος στο εργαστήριο του φλωρεντίνου ζωγράφου και αρχιτέκτονα Αντρέα ντελ Βερόκιο, στο πλάι του οποίου παρέμεινε έως το 1480.
Αυτή την περίοδο έγιναν και οι πρώτες δημιουργίες του, στις οποίες αναδεικνύεται το ταλέντο του στο σχέδιο, αλλά και η πειθαρχημένη προσοχή του στη λεπτομέρεια. Χαρακτηριστικό είναι το πρώτο σχέδιό του, που απεικονίζει ένα τοπίο απ’ την κοιλάδα του ποταμού Άρνου και ολοκληρώθηκε στις 5 Αυγούστου του 1473.
Στο έργο του διακρίνονται και επιδράσεις από τον Βερόκιο και από τους φλαμανδούς ζωγράφους του παρελθόντος. Ανάλογοι πίνακες ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένοι τον 15ο αιώνα στη Φλωρεντία και προορίζονταν για ιδιωτικό προσκύνημα.
Κατά διαστήματα, ο Λεονάρντο συνέτασσε μικρούς καταλόγους των έργων του, από τους οποίους γνωρίζουμε πως στα πρώτα χρόνια της παραμονής του στη Φλωρεντία ζωγράφισε αρκετούς πίνακες με την Παναγία. Παράλληλα, όμως, πειραματίστηκε και με φανταστικά θέματα που του επέτρεπαν σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό να εκφραστεί ελεύθερα. Ωστόσο, η θεματολογία αυτού του είδους δεν ήταν τόσο αποδεκτή εκείνη την εποχή.
Οι πρώτοι πίνακες του Λεονάρντο δείχνουν πως δεχόταν αρχικά μικρές παραγγελίες. Την ίδια περίοδο που ο ντα Βίντσι ξεκινούσε την πορεία του, ζωγράφοι όπως ο Μποτιτσέλι ή ο Ντομένικο Γκιρλαντάγιο (δάσκαλος του Μιχαήλ Άγγελου) βρίσκονταν στο αποκορύφωμα της καριέρας τους. Φαίνεται πως σημαντικό ρόλο στο να δεχτεί ο Λεονάρντο τις πρώτες μεγάλες παραγγελίες έργων διαδραμάτισε ο πατέρας του και ειδικά η συνεργασία του ως συμβολαιογράφος με τη Σινιορία, δηλαδή την «κυβέρνηση» της πόλης.
Ήδη από τη δεκαετία του 1470, ο ντα Βίντσι φαίνεται πως είχε καθιερωθεί ως σημαντικός ζωγράφος. Η περίοδος μέχρι το 1482 αποτελεί κατά κάποιο τρόπο την πρώτη εποχή της δημιουργίας του. Ανάμεσα στα σημαντικά έργα που του αναθέτουν είναι ένας πίνακας με θέμα την προσκύνηση των μάγων για την Αγία Τράπεζα της εκκλησίας του Σαν Ντονάτο. Αυτή η παραγγελία ίσως να αποτέλεσε το λόγο για τον οποίο εγκατέλειψε ένα προηγούμενο έργο του, τον Άγιο Ιερώνυμο. Ωστόσο, και η Προσκύνηση των Μάγων τελικά θα μείνει ημιτελής, πιθανόν λόγω της μετακόμισης του ντα Βίντσι στο Μιλάνο.
Ο καλλιτέχνης της Αναγέννησης μελετούσε τις φυσικές επιστήμες, την Ιατρική και την Κλασική Φιλολογία, ανέπτυσσε θεωρητικό προβληματισμό και επιδίωκε να καθορίσει νέες αρχές και αξίες για την καλλιτεχνική δημιουργία. Χαρακτηριστικά αριστουργήματα που προέκυψαν από αυτήν τη μελέτη είναι τα σχέδια του Λεονάρντο ντα Βίντσι.
Με οδηγό την ανθρωπιστική του παιδεία και με γνώμονα την πρόοδο των φυσικών επιστημών ο αναγεννησιακός καλλιτέχνης άρχισε να εφαρμόζει την προοπτική σχεδίαση και τη θεωρία των αναλογιών στην απεικόνιση της πραγματικότητας.
style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;">
Ρωμανικός ρυθμός αρχιτεκτονικής
Γοτθικός ρυθμός αρχιτεκτονικής Μετά τον 13ο αιώνα στη ρωμανική ζωγραφική εμφανίστηκε η τάση να αποδίδονται τα φυσικά χαρακτηριστικά στις ανθρώπινες μορφές. Για παράδειγμα, οι πτυχώσεις χαλάρωσαν και άρχισε να διαφαίνεται η προσπάθεια να αποδοθεί ο όγκος των σωμάτων κάτω από τα ρούχα. Στη γλυπτική, άρχισε να διαφαίνεται μια έντονη σχέση με την αρχαιότητα, καθώς και μια ανθρωποκεντρική αντίληψη, με αποτέλεσμα τη νατουραλιστική απεικόνιση των μορφών. Στη ρομανική τέχνη πολλά από τα έργα είχαν διδακτικό περιεχόμενο και στόχο να εντείνουν το στοχασμό και την προσευχή. Αντίθετα, οι καλλιτέχνες της ύστερης γοτθικής περιόδου δημιούργησαν εικόνες με πολλά νέα στοιχεία: ρεαλιστικές μορφές, κομψές γραμμές και προοπτική που κάνει το χώρο να μοιάζει με πραγματικό. Στη νωπογραφία, υπό την επίδραση του μοναχισμού και κυρίως του τάγματος των Φραγκισκανών, δόθηκε ιδιαίτερο βάρος στο «πάθος του Κυρίου» και σε παραστάσεις συναισθηματικών σκηνών, εμπνευσμένων από θρησκευτικές παραδόσεις. Κατά το 10ο και τον 11ο αιώνα οι περισσότερες αγιογραφίες φιλοτεχνούνταν σύμφωνα με την παράδοση των φορητών εικόνων του Βυζαντίου και της Ανατολής. Αργότερα όμως φάνηκε μια τάση να ξεφύγουν από αυτό το «ελληνικό ιδίωμα» (maniera greca), όπως το ονόμασαν. Η τάση αυτή εμφανίστηκε αρχικά στην Ιταλία, με κύριο εισηγητή τον Τζιότο, στο τέλος του 13ου αιώνα. Μετά την καθοριστική αλλαγή που έφερε η ζωγραφική του άνοιξε ο δρόμος για την Αναγέννηση.
Αγαπητοί μαθητές που συμμετέχετε στο πρόγραμμα "ΚΑΙ ΟΜΩΣ ΓΥΡΙΖΕΙ". Καλή συνέχεια της δουλειάς σας μέσα στο νέο έτος 2016! Συνεχίζουμε τη νέα σειρά των παραδόσεων για την άνοδο της αστικής τάξης στην Ευρώπη και την τέχνη της Αναγέννησης διευκρινίζοντας κάποιους όρους.
Με τον όρο "Αναγέννηση" εννοούμε το σύνθετο πολιτιστικό, ιστορικό και κοινωνικό φαινόμενο που εμφανίστηκε κατά το 15ο και το 16ο αιώνα στη Δυτική Ευρώπη. Η οικονομική άνθηση και η πολιτική οργάνωση της Φλωρεντίας αποτέλεσαν πρόσφορο έδαφος για να αναπτυχθούν εκεί τα πρώτα και βασικά χαρακτηριστικά της Αναγέννησης.
Ο τρόπος με τον οποίον ὁ ἀρχιτέκτονας τῆς Ἀναγέννησης Donato Bramante (1444-1514) κατασκευάζει τόν μικρό ναό τοῦ Ἅγ. Πέτρου «Il Tempietto» στό Montorio τῆς Ρώμης, τό 1502, εἶναι ἐνδεικτικός τοῦ πνεύματος τῆς ἐποχῆς. Ὁ ναΐσκος εἶναι κυλινδρικός, θυμίζοντας περισσότερο ρωμαϊκό περίπτερο (ἤ τή «Θόλο» τῶν Δελφῶν) παρά παραδοσιακό ναό τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας. Στό ἐξωτερικό του ἔχει περιστύλιο μέ κίονες δωρικοῦ ρυθμοῦ, πού στέφονται ἀπό κυκλική βεράντα μέ κουπαστή καί «ἀνάλαφρο» τροῦλο. Ἐκτός ἀπό τήν κλασική ἁρμονία τῶν ἀναλογιῶν του, ὁ ναός διατηρεῖ τήν ἴδια ὄψη ἀπό ὅποια ὀπτική γωνία καί νά τόν ἀντικρίσεις, ἐνῶ τό βλέμμα ἀπό μέσα πρός τά ἔξω ἀγκαλιάζει τό σύνολο τοῦ πεδίου τῆς ὅρασης, χωρίς νά ἐξαιρεῖ ἀπολύτως τίποτα.
Ο ΤΟΤΕ ΓΝΩΣΤΟΣ ΚΟΣΜΟΣ (ΠΡΙΝ ΤΙΣ ΑΝΑΚΑΛΥΨΕΙΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΧΩΡΩΝ)
Βασικά γνωρίσματα της Αναγέννησης είναι η εμπιστοσύνη στη λογική ικανότητα του ανθρώπου, η διεύρυνση των γνώσεων, η εμφάνιση μεγάλων κοινωνικών αλλαγών και νέων αντιλήψεων σε σχέση με εκείνες που επικρατούσαν την προηγούμενη εποχή, δηλαδή το Μεσαίωνα. Η φεουδαρχία εξασθένησε και ισχυροί μονάρχες με νέες πολιτικές αντιλήψεις πέτυχαν ενότητα ανάμεσα στα διάσπαρτα κρατίδια της Ευρώπης. Διαμορφώθηκαν νέες οικονομικές και κοινωνικές τάξεις. Αναπτύχθηκαν η βιομηχανία, το εμπόριο και η αγροτική οικονομία. Οι πόλεις εκσυγχρονίστηκαν και η οικονομία οργανώθηκε σε νέες βάσεις όσον αφορά τους φόρους, τις τράπεζες, τα τελωνεία, τα δημόσια δάνεια. Ήταν, σε γενικές γραμμές, "η νοοτροπία του πρώτου, ακόμη διστακτικού, καπιταλισμού της Δύσης, ένα σύνολο από κανόνες, από ευκαιρίες, από υπολογισμούς, η τέχνη τού να πλουτίζεις και συγχρόνως να ζεις", όπως γράφει ο Γάλλος ιστορικός Φερνάρντ Μπροντέλ (Fernand Braudel). Ήταν μια εποχή μεγάλων ανακαλύψεων και αναζητήσεων. Η εξέλιξη των φυσικών επιστημών αλλά και η ανακάλυψη των νέων ηπείρων διεύρυναν τους ορίζοντες του ανθρώπου. Η εφεύρεση της τυπογραφίας έδωσε τη δυνατότητα της ενημέρωσης και της διάδοσης των νέων θεωρητικών προβληματισμών. Κατασκευάστηκαν τα πρώτα ρολόγια, οι γυάλινοι φακοί και οι διόπτρες. Η εφεύρεση της πυξίδας και της πυρίτιδας επέφερε σημαντικές αλλαγές. Οι σχέσεις του ανθρώπου με την Εκκλησία επανεξετάστηκαν, καθώς ο θρησκευτικός φανατισμός του Μεσαίωνα σιγά σιγά υποχώρησε και η ισχύς της Καθολικής Εκκλησίας άρχισε να εξασθενεί. Ο "αναγεννησιακός άνθρωπος" πίστευε πια ότι μπορούσε να διαμορφώσει μόνος του τις συνθήκες διαβίωσής του, καθώς η γνώση του εμπλουτιζόταν με τη συνεχή μελέτη της φύσης, την παρατήρηση και το πείραμα. Επικράτησε το ιδανικό του homo universalis (του οικουμενικού ανθρώπου), ο οποίος είναι ταυτόχρονα λόγιος, καλλιτέχνης και επιστήμονας. Η τέχνη αποδεσμεύτηκε από τον θρησκευτικό δογματισμό, και η ομορφιά του πραγματικού κόσμου ήταν πλέον το νέο πεδίο της καλλιτεχνικής αναζήτησης. Ο άνθρωπος και ο χώρος γύρω από αυτόν αποτέλεσαν το κεντρικό σημείο αναφοράς των καλλιτεχνικών μελετών της Αναγέννησης. Ο καλλιτέχνης επιδίωκε να αναβιώσει, μέσα από την τέχνη, το μεγαλείο της αρχαιότητας, και ο στόχος αυτός εξαπλώθηκε σιγά σιγά από τις πόλεις της Βόρειας Ιταλίας στην υπόλοιπη Δυτική και Κεντρι κή Ευρώπη. Η στροφή στην αρχαιότητα έμεινε γνωστή με τον όρο "Ανθρωπισμός" (Ουμανισμός). Την εποχή της Αναγέννησης οι καλλιτέχνες προσπαθούσαν να προσεγγίσουν με αντικειμενικό τρόπο το ωραίο, την αρμονία και τη χάρη. Θεωρούσαν ότι οι ιδιότητες αυτές αντανακλούν τα χαρακτηριστικά του πραγματικού κόσμου και του τελειότερου δημιουργήματος της φύσης, δηλαδή του ανθρώπου. Ο καλλιτέχνης θα έπρεπε να μελετήσει προσεκτικά τα χαρακτηριστικά της φύσης και στη συνέχεια να προχωρήσει στην επιλογή των στοιχείων που θα του επέτρεπαν να συνθέσει μια ιδανική εικόνα της πραγματικότητας. Το καλλιτεχνικό έργο θα στηριζόταν έτσι σε μια γενικευμένη αλήθεια της φύσης, θα ισορροπούσε ανάμεσα στο ιδανικό και το πραγματικό, ανάμεσα στο γενικό και το μερικό, χωρίς όμως να απομακρύνεται από την πραγματικότητα. Ωστόσο, δεδομένου ότι οι αρχαίοι είχαν μελετήσει τη φύση και γνώριζαν τους νόμους της, μέσα από την αναβίωση του αρχαίου πνεύματος μπορούσαν να εξασφαλιστούν η αρμονία με τη φύση και η ζητούμενη οικουμενική τάξη. Έτσι, η προσήλωση στις ιδέες, τις μορφές και τις αξίες της κλασικής αρχαιότητας, η μελέτη των αρχαίων φιλοσόφων, και κυρίως του Πλάτωνα, ο θαυμασμός των αρχαίων ερειπίων συνόδευσαν την αναζήτηση των λογίων και των καλλιτεχνών την περίοδο αυτή, που θεωρείται μεταβατική (από το Μεσαίωνα στη σύγχρονη εποχή). Το ενδιαφέρον για την κλασική αρχαιότητα εμφανίστηκε σε διάφορες χρονικές στιγμές: στα μέσα του 15ου αιώνα αποτέλεσε μία από τις συνιστώσες του Ουμανισμού (Ανθρωπισμού), ενώ από τα πρώτα χρόνια του 16ου αιώνα απέκτησε πιο πολύ την αξία ενός κανόνα οργάνωσης της πνευματικής παραγωγής και της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Ο καλλιτέχνης-διανοούμενος απομακρύνθηκε από τη συντεχνιακή παραγωγή του Μεσαίωνα και, απαιτώντας την αυτονομία του ρόλου του, τοποθετήθηκε στην πρωτοπορία των νέων κυρίαρχων κοινωνικών τάξεων. H ζωγραφική, η γλυπτική και η αρχιτεκτονική ανακηρύχθηκαν "ελευθέριες τέχνες", δραστηριότητες δηλαδή για "ελεύθερα πνεύματα και για ευγενείς ψυχές", όπως έγραψε ο Αλμπέρτι, ο δε καλλιτέχνης αμειβόταν γι' αυτή ακριβώς την ενασχόλησή του με την καλλιτεχνική-πνευματική παραγωγή. Ο καλλιτέχνης της Αναγέννησης μελετούσε τις φυσικές επιστήμες, την ιατρική και την κλασική φιλολογία, ανέπτυσσε ένα θεωρητικό προβληματισμό και επιδίωκε να καθορίσει τις αρχές και τις αξίες της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Μέσα από αυτή τη γενική παιδεία αλλά και την πρόοδο των φυσικών επιστημών άρχισε να εφαρμόζει την προοπτική σχεδίαση και τη θεωρία των αναλογιών στην απεικόνιση της πραγματικότητας. Η τάξη και η αρμονία του κόσμου απεικονίζονταν στην επιφάνεια του πίνακα σύμφωνα με τους κανόνες της κεντρικής προοπτικής. Μέσω της προοπτικής και των τραχύνσεων επιτεύχθηκε η απόδοση της τρίτης διάστασης (δηλαδή του βάθους) των αντικειμένων και του χώρου στην επίπεδη επιφάνεια. Αρχιτεκτονική H αναφορά στην ελληνορωμαϊκή αρχιτεκτονική και τους ρυθμούς της, το ενδιαφέρον για τα αρχαιολογικά ευρήματα, η σύνδεση της αρχιτεκτονικής με τη φύση και τον άνθρωπο, οι κατασκευαστικές εξελίξεις και η νέα αντίληψη του χώρου, μέσα από τον ορθολογισμό της προοπτικής, αποτέλεσαν τις βάσεις της αρχιτεκτονικής της Αναγέννησης. Τα ερείπια των ρωμαϊκών κτιρίων δημιούργησαν στους αρχιτέκτονες μια μεγάλη περιέργεια για το παρελθόν και την επιθυμία να το ξεπεράσουν, πράγμα που συνέβαλε στην ανάπτυξη ενός έντονου πνεύματος συναγωνισμού. H χρησιμοποίηση των ρυθμών της ελληνορωμαϊκής αρχιτεκτονικής ήταν βασικό γνώρισμα της αρχιτεκτονικής της Αναγέννησης. Χρησιμοποιώντας οι αρχιτέκτονες τις μαθηματικές αναλογίες που παρατηρούσαν στα μέλη των ρυθμών ήθελαν να αποδείξουν ότι υπάρχει μια αρμονική αναλογία ανάμεσα στο έργο του ανθρώπου και στον κόσμο. Η πιο σημαντική πηγή πληροφοριών για την αρχιτεκτονική της αρχαιότητας ήταν τα Δέκα βιβλία για την αρχιτεκτονική του Ρωμαίου αρχιτέκτονα Βιτρούβιου, ο οποίος τον 1ο αιώνα μ.Χ. κατέγραψε πολύτιμες πληροφορίες για την αρχιτεκτονική της εποχής του. Οι διάφορες πραγματείες περί αρχιτεκτονικής που δημοσιεύτηκαν την εποχή της Αναγέννησης έπαιρναν τη θεωρία του Βιτρούβιου ως βάση ιστορικής αντικειμενικής επαλήθευσης. H έμφαση στο κέντρο του αρχιτεκτονικού χώρου, ως βασική αρχή της οργάνωσής του, θεωρήθηκε εργαλείο κατασκευαστικής αλλά και οπτικής ενοποίησης. Την εποχή της Αναγέννησης η σημασία που έχει η έννοια του "κέντρου" συνδυάζεται με έναν κοσμολογικό συμβολισμό και οδηγεί τους αρχιτέκτονες στο να σχεδιάζουν κτίρια στα οποία η έμφαση δίνεται στο κέντρο. Αργότερα, στο Μανιερισμό, αυτή η πρωταρχική έννοια της ενότητας του χώρου θα αρχίσει να αμφισβητείται. Η ζωγραφική, λόγω της στενής σχέσης της με την αρχιτεκτονική, δε θεωρήθηκε μονάχα ως ένα συμπλήρωμα της εσωτερικής διακόσμησης των κτιρίων, αλλά αποτέλεσε ένα βασικό πεδίο έρευνας της προοπτικής. Πολλές φορές, στις ζωγραφικές παραστάσεις που βρίσκονταν στο εσωτερικό των κτιρίων, οι καλλιτέχνες παρουσίαζαν διάφορες ουτοπικές προτάσεις και υποθέσεις για νέες επεμβάσεις στην πόλη ή ακόμα πιστές αναπαραστάσεις αρχιτεκτονικών λεπτομερειών. Μεγάλη σημασία δόθηκε και στην ένταξη του κτιρίου στη φύση. Οι κήποι σχεδιάζονταν σύμφωνα με γεωμετρικά σχήματα, ενώ τα παρτέρια υπάκουαν στη γενικότερη επιθυμία για τάξη. H εναρμόνιση της αρχιτεκτονικής με τη φύση αποδεικνύεται με ιδιαίτερο τρόπο στο σχεδιασμό των εξοχικών επαύλεων των αρχόντων. Οι αρχιτέκτονες της Αναγέννησης (όπως και οι αρχαίοι Έλληνες) επεξεργάστηκαν με μεγάλη ακρίβεια και χρησιμοποίησαν στις κατασκευές τους το άσπρο μάρμαρο της Καράρας, το κίτρινο και το άσπρο μάρμαρο της Σιένας, το πολύχρωμο μάρμαρο της Γένοβας και τον τραβερτίνο λίθο του Τίβολι. Ζωγραφική Ο αναγεννησιακός καλλιτέχνης απέβαλε τη θεοκρατική αντίληψη του Μεσαίωνα για το ωραίο και την αντικατέστησε με την έννοια του εμπειρικά ωραίου. Ο ζωγραφικός πίνακας, σύμφωνα με τον Αλμπέρτι, γίνεται ένα παράθυρο μέσα από το οποίο ο θεατής παρατηρεί τον κόσμο που κατασκεύασε ο καλλιτέχνης με βάση την προοπτική. Η προοπτική είναι ένας μαθηματικός τρόπος για την ψευδαισθητική απόδοση του βάθους, της τρίτης δηλαδή διάστασης, που λείπει από τη δισδιάστατη ζωγραφική επιφάνεια. Για να το επιτύχει αυτό, ο ζωγράφος τοποθετεί το "σημείο φυγής" στο κέντρο του πίνακα, επάνω στη γραμμή του ορίζοντα, που αντιστοιχεί στο ύψος των ματιών του θεατή και προς το οποίο συγκλίνουν όλες οι παράλληλες ευθείες. Αυτή η οργάνωση ενός επιπέδου ονομάζεται κεντρική προοπτική. Έτσι, ένας νέος τρόπος κατανόησης του κόσμου εμφανίζεται και οδηγεί το χέρι και το μυαλό του καλλιτέχνη της Αναγέννησης. H αναφορά στην ελληνορωμαϊκή τέχνη και μελέτη της φύσης συμβαδίζει με την προοπτική, τη μελέτη του προτύπου και την επιλογή θεμάτων από τη μυθολογία. Ας σημειωθεί ότι οι πληροφορίες που εχαν οι αναγεννησιακοί καλλιτέχνες για τη ζωγραφική της ρωμαϊκής εποχής προέρχονταν μόνο από φιλολογικές πηγές, μια που μέχρι το τέλος περίπου του 15ου αιώνα δεν είχαν βρεθεί ακόμα δείγματα ζωγραφικών έργων. O Μαζάτσιο (μαζί με τον Μπρουνελέσκι και το γλύπτη Ντονατέλο) ήταν από τις κυριότερες μορφές της ιταλικής Αναγέννησης, παρ' ότι πέθανε πολύ νέος και άφησε ελάχιστα δείγματα της τέχνης του. Το έργο αυτό αποτελεί ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά έργα της ιταλικής αναγεννησιακής τέχνης του 15ου αιώνα. Ο χώρος εμφανίζεται για πρώτη φορά καθορισμένος από τους αυστηρούς κανόνες της προοπτικής, που τονίζουν το βάθος του πίνακα, ενώ το φως διοχετεύεται από μια προκαθορισμένη πηγή που βρίσκεται μπροστά από το έργο, με αποτέλεσμα την ανάδειξη του ανάγλυφου και της σκιάς των ανθρώπινων όγκων και τη συγκρατημένη έκφραση των συναισθημάτων. Το θρησκευτικό θέμα έχει έρθει στο ανθρώπινο επίπεδο, και ο θεατής νιώθει ότι είναι μάρτυρας του θείου δράματος που εκτυλίσσεται μπροστά του. Χαρακτηριστικό της σύνθεσης είναι η απεικόνιση των δωρητών του πίνακα στο πρώτο εικονιστικό επίπεδο. H ψευδαίσθηση του βάθους που δημιουργείται με τον προοπτικό σχεδιασμό, η ισορροπία της σύνθεσης και η χρήση των αναλογιών οδηγούσαν το ζωγράφο στη μαθηματική οργάνωση της εικόνας, αλλά και στη μελέτη της ανατομίας του ανθρώπινου σώματος, καθώς το ενέτασσαν στην προσδιο ρισμένη διάταξη των σχημάτων και των χρωμάτων. H καλλιτεχνική αναπαράσταση συνέβαλε στη μετάδοση της γνώσης, και ο καλλιτέχνης, ως διαμεσολαβητής, έπρεπε να διαθέτει βαθιά και ευρεία εξοικείωση με την πραγματικότητα που τον περιέβαλε. Η ζωγραφική έγινε μια διαδικασία με συγκεκριμένα προβλήματα και λύσεις που μπορούσαν να επαληθευτούν. H τεχνική της ζωγραφικής εξελίχτηκε μαζί με την επιστημονική αναζήτηση και εναρμονίστηκε μαζί της στην ανακάλυψη των νόμων της φύσης και του σύμπαντος. H ανάμειξη των χρωμά των με λάδι - θεωρείται ότι ο Ολλανδός ζωγράφος Γιαν Βαν Άυκ (1390-1441) "εφεύρε" την τεχνική της ελαιογραφίας, η οποία μέσω του μαθητή του Πέτρους Κρίστους πέρασε στην Ιταλία - έδωσε τη δυνατότητα στους καλλιτέχνες να μπορέσουν να επιμεληθούν περισσότερο τη λεπτομέρεια επάνω στη ζωγραφική επιφάνεια, να αυξήσουν την ένταση των χρωμάτων και να αποδώσουν με μεγαλύτερη δύναμη το φως και την ατμόσφαιρα που διαχέονται επάνω στην επιφάνεια του έργου. Οι αρχές της ιταλικής Αναγέννησης εξαπλώθηκαν βόρεια των Άλπεων κατά τη διάρκεια του 16ου αιώνα και επηρεάστηκαν από τα ντόπια χαρακτηριστικά της τέχνης, παράλληλα με τα πρώτα σημάδια του Μανιερισμού.
Λατινική και ελληνική φάση του αναγεννησιακού ουμανισμού
Σε αντιδιαστολή με τον όψιμο Μεσαίωνα, οπότε οι Λατίνοι λόγιοι εστίασαν σχεδόν αποκλειστικά στη μελέτη ελληνικών και αραβικών έργων αναφορικά με τις φυσικές επιστήμες, τη φιλοσοφία και τα μαθηματικά, οι λόγιοι της Αναγέννησης έδειξαν μεγαλύτερο ενδιαφέρον για την ανακάλυψη και μελέτη λατινικών και ελληνικών λογοτεχνικών, ιστορικών και ρητορικών κειμένων. Αυτό ξεκίνησε κατά το 14ο αιώνα με μία «λατινική φάση», όταν μελετητές όπως ο Πετράρχης, ο Κολούτσο Σαλουτάτι (1331–1406), ο Νικολό ντε' Νίκκολι (1364–1437) και ο Πότζο Μπρατσολίνι (1380–1459) χτένισαν τις βιβλιοθήκες της Ευρώπης αναζητώντας έργα συγγραφέων όπως ο Κικέρων, ο Λίβιος και ο Σενέκας.[15] Μέχρι τις αρχές του 15ου αιώνα ο κύριος όγκος των λατινικών αυτών έργων είχε ανακαλυφθεί. Δρομολογήθηκε πλέον η ελληνική φάση του αναγεννησιακού ουμανισμού, καθώς οι Δυτικοευρωπαίοι μελετητές στράφηκαν στην αναζήτηση αρχαιοελληνικών λογοτεχνικών, ιστορικών, ρητορικών και θεολογικών κειμένων. Σε αντίθεση με τα λατινικά κείμενα, τα οποία διαφυλάχτηκαν και μελετήθηκαν στη Δυτική Ευρώπη από την ύστερη αρχαιότητα, η μελέτη των αρχαίων ελληνικών κειμένων ήταν πολύ περιορισμένη στη Δυτική Ευρώπη την εποχή αυτή. Αρχαία ελληνικά κείμενα για την επιστήμη, τα μαθηματικά και τη φιλοσοφία ήδη μελετώνταν από τα τέλη του Μεσαίωνα τόσο στη Δυτική Ευρώπη όσο και στον ισλαμικό κόσμο, αλλά τα ελληνικά λογοτεχνικά, ρητορικά και ιστορικά έργα (π.χ. ο Όμηρος, οι μεγάλοι δραματουργοί, ο Δημοσθένης, ο Θουκυδίδης κ.ά.) δεν αποτέλεσαν αντικείμενο μελέτης ούτε των Ευρωπαίων ούτε των Αράβων. Στο Μεσαίωνα τέτοια κείμενα απασχόλησαν μόνο τους Βυζαντινούς λογίους. Ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα της λογίων της Αναγέννησης είναι το ότι έφεραν όλα αυτά τα έργα αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων στη Δυτική Ευρώπη για πρώτη φορά μετά το τέλος της αρχαιότητας. Αυτό το κίνημα για την επανένταξη της συστηματικής μελέτης των έργων αυτών στη Δυτική Ευρώπη συνήθως οριοθετείται χρονολογικά στην πρόσκληση που απηύθυνε ο Κολούτσο Σαλουτάτι στον Βυζαντινό διπλωμάτη και λόγιο Μανουήλ Χρυσολωρά (π.1355–1415) να διδάξει ελληνικά στη Φλωρεντία
Κοινωνικές και πολιτικές δομές στην Ιταλία
Οι ιδιαίτερες πολιτικές δομές που απαντώνται στην Ιταλία κατά τα τέλη του Μεσαίωνα οδήγησαν ορισμένους μελετητές στο συμπέρασμα πως το ασυνήθιστο αυτό πολιτικό περιβάλλον επέτρεψε την ανάδυση μιας σπάνιας πολιτιστικής άνθησης. Η Ιταλία δεν υπήρχε ως πολιτική οντότητα κατά την πρώιμη σύγχρονη εποχή. Αντιθέτως, η χερσόνησος ήταν διαιρεμένη σε πολλά κρατίδια: το Βασίλειο της Νάπολης έλεγχε τον Νότο, η Δημοκρατία της Φλωρεντίας και τα Παπικά Κράτη το κέντρο, οι Μιλανέζοι και οι Γενοβέζοι το Βορρά και τη Δύση αντίστοιχα, και η Δημοκρατία της Βενετίας την Ανατολή. Η Ιταλία του 15ου αιώνα αποτελούσε μια από τις περισσότερο αστικοποιημένες περιοχές της Ευρώπης. Πολλές από τις πόλεις της έστεκαν ανάμεσα σε ρωμαϊκά ερείπια, συνεπώς είναι πιθανό η στροφή της Αναγέννησης προς την κλασσική αρχαιότητα να συνδέεται με το γεγονός ότι ξεκίνησε από την κοιτίδα της πάλαι πότε Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ο ιστορικός και πολιτικός φιλόσοφος Κουέντιν Σκίνερ τονίζει πως ο Όττο του Φράιζινγκ (περ. 1114-1158), ένας Γερμανός επίσκοπος που επισκέφτηκε την Ιταλία το 12ο αιώνα, μαρτυρά μια ευρέως διαδεδομένη νέα μορφή πολιτικής και κοινωνικής οργάνωσης, παρατηρώντας πως η Ιταλία φαίνεται να είχε εξέλθει από το Φεουδαλισμό με αποτέλεσμα η κοινωνία της να στηρίζεται στους εμπόρους και τις συναλλαγές. Σχετική με το παραπάνω ήταν η αντιμοναρχική ιδεολογία, αντιπροσωπευτικό δείγμα της οποίας είναι η διάσημη τοιχογραφία της πρώιμης Αναγέννησης με τίτλο «Αλληγορία της Καλής και Κακής Διακυβέρνησης» στη Σιένα, έργο του Αμπρόζιο Λορεντσέττι (ζωγρ. 1338-1340) της οποίας το κυρίαρχο μήνυμα είναι οι αρετές της ισότητας, της δικαιοσύνης, της δημοκρατικότητας και της καλής διακυβέρνησης. Κρατώντας σε απόσταση ασφαλείας τόσο την Εκκλησία όσο και τις Αυτοκρατορίες, αυτές οι δημοκρατικές πόλεις αφιερώθηκαν στην έννοια της ελευθερίας. Ακόμη και τα κρατίδια που βρίσκονταν κάπως μακρύτερα από την κεντρική Ιταλία ανέδειξαν αξιοσημείωτες εμπορικές δημοκρατίες, ιδίως η Δημοκρατία της Βενετίας. Παρόλο που στην πραγματικότητα επρόκειτο για ολιγαρχικά κράτη, με ελάχιστη ομοιότητα με τις σύγχρονες δημοκρατίες, είχαν πράγματι χαρακτηριστικά δημοκρατίας με λογοδοτικές κυβερνήσεις, με μορφές συμμετοχής στη διακυβέρνηση και πίστη στην ελευθερία.Η σχετική πολιτική αυτονομία που απολάμβαναν διαδραμάτισε σπουδαίο ρόλο στην ακαδημαϊκή και καλλιτεχνική πρόοδο.Ομοίως, η ιδιότητα των ιταλικών κρατιδίων ως σημαντικών εμπορικών κέντρων, τα κατέστησε σταυροδρόμια ιδεών. Οι έμποροι έφεραν μαζί τους ιδέες από τις άκρες του κόσμου, ιδιαίτερα από την Εγγύς Ανατολή. Η Βενετία ήταν η εμπορική πύλη της Ευρώπης με την Ανατολή, και παραγωγός εξαιρετικής ποιότητας γυαλιού, ενώ η Φλωρεντία ήταν η Μέκκα των υφασμάτων. Ο πλούτος που εισήλθε στην Ιταλία μέσω των δραστηριοτήτων αυτών επέφερε σημαντικά δημόσια και ιδιωτικά καλλιτεχνικά εγχειρήματα, ενώ οι ιδιώτες απέκτησαν περισσότερο ελεύθερο χρόνο για πνευματική καλλιέργεια και μελέτη.
Eν κατακλείδι, τα παιδιά κατανόησαν τους λόγους για τους οποίους η Αναγγένηση ξεκίνησε στην Ιταλία: 1. Γιατί αυτή η περιοχή είναι ανεπηρέαστη από τις αραβικές επιδρομές 2. Γιατί διατηρεί ζωντανή την ανάμνηση και παρουσία του Ρωμαϊκού πολιτισμού. 3. Η οικονομική ακμή ιταλικών πόλεων. 4. Η δράση των λογίων ελλήνων Δίνεται μεγάλη προσοχή στην προοπτική, δηλαδή στην τρίτη διάσταση που απουσίαζε από τη μεσαιωνική και ιδιαίτερα από τη βυζαντινή τέχνη.Και στη μεν μεσαιωνική τέχνη απουσίαζε γιατί οι ανθρωποι δεν ήξερα ή δεν παρατηρούσαν και όποιοι το έκαναν, είπαμε, στην πυρά, η δε βυζαντινή τέχνη ήξερε γιατί δεν είχε προοπτική, λόγω ταπεινότητος και λόγω θρησκείας και επι τέλους ήταν επιλογή τους όχι ότι την αγνοούσαν, με τόση προιστορια πίσω τους και τόσα θαυμαστά έργα που είχαν κάνει οι προηγούμενοί τους. Η (γραμμική) προοπτική στη ζωγραφική είναι ένα μαθηματικό σύστημα που έχει σκοπό τη δημιουργία της ψευδαίσθησης απόστασης (μιάς τρίτης διάστασης, του βάθους) σε μια επίπεδη επιφάνεια δύο διαστάσεων (ύψος και πλάτος) όπως ο πίνακας ζωγραφικής, ώστε η εικόνα να φαίνεται περισσότερο ρεαλιστική.
Τα θέματά τους τα έπαιρναν από: τη Βίβλο την αρχαία και μεσαιωνική Ιστορία τη μυθολογία Ρώμης & Ελλάδας διάφορες σκηνές της καθημερινής ζωής
Ραφαέλλο, Μαντόνα Σιξτίνα
Ραφαέλλο, Μαντόνα και βρέφος Στην Καπέλα Σιξτίνα συναντά κανείς τις μεγαλοφυείς τοιχογραφίες του Μιχαήλ Αγγέλου, που θεωρούνται από τα μεγαλύτερα αριστουργήματα της παγκόσμιας ζωγραφικής al fresco.
Η Χιλδελγάρδη του Μπίνγκεν (1098 – 1179), Γερμανίδα συγγραφέας, μουσικός και φιλόσοφος. Αν και προηγήθηκε της Αναγέννησης, η Χίλντελγκαρντ ενσάρκωνε ιδανικά το ιδεώδες του «Καθολικού Ανθρώπου» και μετά το θάνατό της αναγνωρίστηκε ως Αγία.
Τα συγγράμματα του Παλμιέρι αντλούν θέματα από Ρωμαίους φιλοσόφους, κυρίως από τον Κικέρωνα, ο οποίος, όπως και ο Παλμιέρι, ήταν ενεργός στην πολιτική ζωή, τόσο ως πολίτης όσο και ως αξιωματούχος, καθώς και ως θεωρητικός και φιλόσοφος. Η πιο περιεκτική, ίσως, έκφραση των απόψεών του περί ουμανισμού απαντάται στο ποιητικό έργο του 1465 με τίτλο «La città di vita», ωστόσο το προγενέστερο έργο του «Della vita civile» («Περί αστικής ζωής») είναι ευρύτερης κλίμακας. Γραμμένο ως συλλογή διαλόγων με φόντο μια εξοχική κατοικία στην εξοχή της Τοσκάνης κατά την επιδημία πανώλης του 1430, εκφράζει τις απόψεις του Παλμιέρι για τον ιδανικό πολίτη. Οι διάλογοι περιλαμβάνουν απόψεις αναφορικά με το πώς τα παιδιά αναπτύσσονται πνευματικά και σωματικά, πώς μπορούν να κινηθούν οι πολίτες σε ηθικό επίπεδο, πώς οι πολίτες και τα κράτη μπορούν να διασφαλίσουν την ακεραιότητα της δημόσιας ζωής, καθώς και μια σημαντική συζήτηση σχετικά με τη διαφορά μεταξύ αυτού που είναι ρεαλιστικά χρήσιμο και αυτού που είναι ειλικρινές. Οι ουμανιστές θεωρούσαν σημαντική τη μετάβαση στη μεταθανάτια ζωή με τέλειο πνεύμα και σώμα. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί δια μέσου της εκπαίδευσης. Σκοπός του ουμανισμού ήταν να δημιουργήσει ένα καθολικό άνθρωπο στο πρόσωπο του οποίου συνδυαζόταν η πνευματική και φυσική τελειότητα και ο οποίος ήταν ικανός να λειτουργεί έντιμα σε κάθε περίσταση. Η ιδεολογία αυτή του «Homo Universalis» αποτελεί ιδανικό του ελληνορωμαϊκού κόσμου. Η εκπαίδευση κατά την Αναγέννηση γυρίζει γύρω από την αρχαία γραμματεία και ιστορία. Γενικά ήταν αποδεκτή η άποψη πως οι κλασσικοί συγγραφείς παρείχαν ηθική καθοδήγηση εκφράζοντας εκτεταμένη κατανόηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς.
Η πρώιμη Αναγέννηση γεφυρώνει τα καλλιτεχνικά ρεύματα του Μεσαίωνα με εκείνα της Υψηλής Αναγέννησης στην Ιταλία. Γενικά είναι αποδεκτό πως στη Βόρεια Ευρώπη η Αναγέννηση ήρθε σε επίπεδο ωριμότητας αργότερα, κατά το 16ο αιώνα. Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά στοιχεία της αναγεννησιακής τέχνης είναι η ανάπτυξη της άκρως ρεαλιστικής γραμμικής προοπτικής. Στον Τζιόττο ντι Μποντόνε (1267-1337) αποδίδεται η πρώτη μεταχείριση του ζωγραφικού καμβά ως παραθύρου προς το χώρο, ωστόσο δεν ήταν παρά διαμέσου του αρχιτεκτονικού έργου του Φιλίππο Μπρουνελέσκι (1377–1446) και των συγγραμμάτων του Λέον Μπατίστα Αλμπέρτι (1404-1472) που καθιερώθηκε ως καλλιτεχνική τεχνική. Η ανάπτυξη τεχνικών προοπτικής ήταν μέρος μιας ευρύτερης τάσης των τεχνών προς το ρεαλισμό. Για τον ίδιο σκοπό, οι ζωγράφοι ανέπτυξαν κι άλλες τεχνικές, μελετώντας το φως, τη σκιά, και, όπως είναι πασίγνωστο στην περίπτωση του Λεονάρντο ντα Βίντσι, της ανατομίας του ανθρώπινου σώματος. Πίσω από αυτές τις αλλαγές στην καλλιτεχνική μέθοδο, ήταν μια ανανεωμένη επιθυμία απεικόνισης της ομορφιάς της φύσης, ενασχόλησης με τα αξιώματα της αισθητικής, με τα έργα των Ντα Βίντσι, Μιχαήλ Άγγελου και Ραφαήλ να αντιπροσωπεύουν καλλιτεχνικές κορυφώσεις που επρόκειτο να γίνουν αντικείμενο μίμησης από άλλους καλλιτέχνες. Άλλοι αξιόλογοι δημιουργοί ήταν ανάμεσα σε άλλους οι Σάντρο Μποττιτσέλλι, ο οποίος εργαζόταν για τους Μεδίκους στη Φλωρεντία, ο Ντονατέλλο, από την ίδια πόλη, και ο Τιτσιάνο στη Βενετία. Ταυτόχρονα, στις Κάτω Χώρες, αναπτύχθηκε μια ιδιαίτερα ζωντανή καλλιτεχνική κουλτούρα, με τα έργα των Ούγκο φαν ντερ Χους και Γιαν βαν Άικ να ασκούν επίδραση στην ανάπτυξη της ζωγραφικής στην Ιταλία, τόσο σε ζητήματα τεχνικής με την εισαγωγή της λαδομπογιάς και του καμβά, όσο και στυλιστικά με το νατουραλισμό στην απεικόνιση. Αργότερα, το έργο του Πίτερ Μπρίγκελ του πρεσβύτερου θα ενέπνεε τους καλλιτέχνες να πραγματευτούν θέματα από την καθημερινή ζωή
Στον χώρο της αρχιτεκτονικής, ο Φιλίππο Μπρουνελέσκι (1377–1446) μελέτησε τα ερείπια κτισμάτων της κλασσικής περιόδου και, κάνοντας χρήση των πρόσφατα ανακαλυφθεισών γνώσεων του Βιτρουβίου, συγγραφέως του 1ου αιώνα, καθώς και της ακμάζουσας επιστήμης των μαθηματικών, έδωσε μορφή στο αναγεννησιακό στυλ που μιμήθηκε και βελτίωσε τις κλασικές φόρμες. Το μεγαλύτερο επίτευγμα του Μπρουνελέσκι ως μηχανικού είναι η κατασκευή του θόλου του Καθεδρικού Ναού της Φλωρεντίας. Το πρώτο κτίριο που βασίστηκε στις παραπάνω αρχές πιστεύεται πως είναι ο Ναός του Αγίου Ανδρέα στη Μάντουα. Το εξέχον αρχιτεκτονικό επίτευγμα της Υψηλής Αναγέννησης ήταν η ανοικοδόμηση της Βασιλικής του Αγίου Πέτρου, όπου συνδυάστηκαν οι ικανότητες των Μπραμάντε (1444–1514), Μικελάντζελο (1475–1564), Ραφαήλ (1483-1520), Σανγκάλλο (1484–1546) και Μαντέρνο (1556-1629).
Κατά την περίοδο αυτήν αξιοποιούνται οι ελληνορωμαϊκοί ρυθμοί κιόνων: ο Τοσκανικός, ο Δωρικός, ο Ιωνικός, ο Κορινθιακός και ο Σύνθετος. Αυτοί μπορεί να έχουν λειτουργικό ρόλο, υποστηρίζοντας για παράδειγμα μια τοξωτή στοά ή ένα επιστύλιο, ή εντελώς διακοσμητικό ρόλο, τοποθετημένοι ως παραστάδες ενάντια σε έναν τοίχο. Κατά την Αναγέννηση, οι αρχιτέκτονες προσπαθούσαν να χρησιμοποιούν τους κίονες, τις παραστάδες και τους θριγκούς ως ολοκληρωμένο σύστημα. Ένα από τα πρώτα κτίσματα που χρησιμοποίησαν παραστάδες με τον τρόπο αυτό ήταν το Παλαιό Σκευοφυλάκιο (1421–1440) του Μπρουνελέσκι.
Αψίδες, ημικυκλικές ή (στη Μανιεριστική τεχνοτροπία) κατατετμημένες, απαντώνται συχνά στις τοξωτές στοές, στηριγμένες σε κάθετες δοκούς ή σε κίονες με κιονόκρανα. Πιθανώς να υπάρχει θριγκός ανάμεσα στο κιονόκρανο και την αρχή της αψίδας. Ο Αλμπέρτι (1404-1472) ήταν ένας από τους πρώτους που έκαναν χρήση της αψίδας σε μνημειακά κτίρια. Οι αναγεννησιακοί θόλοι δεν διαθέτουν νεύρα. Είναι ημικυκλικοί ή κατατετμημένοι σε τετράγωνη κάτοψη, σε αντιδιαστολή με τους γοτθικούς που συχνά είναι σε ορθογώνια. Οι καλλιτέχνες τις Αναγέννησης δεν ήταν παγανιστές, παρόλο που θαύμαζαν την αρχαιότητα. Κράτησαν επίσης ιδέες και σύμβολα του μεσαιωνικού παρελθόντος. Ο Νικόλα Πιζάνο (περ. 1220 - περ. 1278) μιμήθηκε τις κλασσικές φόρμες απεικονίζοντας σκηνές από τη Βίβλο. Ο «Ευαγγελισμός» που φιλοτέχνησε ο Πιζάνο για το Βαπτιστήριο της Πίζα, αποτελεί απόδειξη πως τα κλασσικά μοντέλα άσκησαν επιρροή στην ιταλική τέχνη πριν ακόμη εδραιωθεί η Αναγέννηση ως ρεύμα.
Επιστήμη- η στροφή στην επιστημονική αλήθεια
Η επανανακάλυψη των αρχαίων κειμένων και η εφεύρεση της τυπογραφίας εκδημοκράτισαν τη μάθηση και επέτρεψαν την ταχύτερη διάδοση των ιδεών. Ωστόσο η πρώτη περίοδος της ιταλικής Αναγέννησης θεωρείται συχνά ως εποχή επιστημονικής οπισθοδρομικότητας: οι ουμανιστές ευνόησαν τη μελέτη των ανθρωπιστικών επιστημών σε βάρος της φυσικής φιλοσοφίας και των εφαρμοσμένων μαθηματικών. Η ευλάβεια που έδειξαν απέναντι στις κλασσικής πηγές εδραίωσε περαιτέρω τις απόψεις του Αριστοτέλη και του Πτολεμαίου αναφορικά με την ερμηνεία του σύμπαντος. Παρόλο που, γύρω στο 1450, τα συγγράμματα του Νικολάου Κουζάνου (1401–1464) προετοίμαζαν το έδαφος για την ηλιοκεντρική θεωρία του Κοπέρνικου (1473-1543), αυτό δεν έγινε με επιστημονική μέθοδο. Η επιστήμη και η τέχνη συμβάδιζαν κατά την πρώιμη Αναγέννηση, με πολυμαθείς καλλιτέχνες, όπως ο Λεονάρντο ντα Βίντσι, να πραγματοποιούν μέσω της παρατήρησης σχέδια της ανθρώπινης ανατομίας και της φύσης. Ο Ντα Βίντσι, επιπροσθέτως, πραγματοποίησε ελεγχόμενα πειράματα αναφορικά με τη ροή του νερού, την ιατρική ανατομή πτωμάτων και τη συστηματική μελέτη της κίνησης και της αεροδυναμικής. Για την επινόηση βασικών αρχών της ερευνητικής μεθόδου ο Αυστριακός φυσικός και συγγραφέας Φρίτζοφ Κάπρα τον χαρακτηρίζει «πατέρα της σύγχρονης επιστήμης».
Η ανακάλυψη το 1492 του Νέου Κόσμου από τον Χριστόφορο Κολόμβο (1451-1506) κλόνισε την κλασσική κοσμοθεωρία, καθώς τα έργα του Πτολεμαίου και του Γαληνού στη γεωγραφία και την ιατρική αντίστοιχα βρέθηκαν να βρίσκονται σε ασυμφωνία με τις καθημερινές παρατηρήσεις: έτσι δημιουργήθηκε πρόσφορο έδαφος αμφισβήτησης των επιστημονικών θεωριών. Ενώ η Προτεσταντική Μεταρρύθμιση και η Αντιμεταρρύθμιση συγκρούονταν, το αναγεννησιακό ρεύμα στις χώρες του βορρά παρουσίασε αποφασιστική μεταστροφή της εστίασης από τη φυσική φιλοσοφία του Αριστοτέλη προς τη χημεία και τη βιολογία (βοτανική, ανατομία και ιατρική). Η αποφασιστικότητα διερεύνησης των κάποτε αναμφισβήτητων αληθειών και η αναζήτηση απαντήσεων σε νέα ερωτήματα είχε ως αποτέλεσμα μια περίοδο μεγάλης προόδου στον επιστημονικό τομέα.
Η κατανόηση της λειτουργίας του ανθρώπινου σώματος Ο Φλαμανδός Αντρέ Βεζάλιους (1514 – 1564) υπήρξε ιατρός και καθηγητής της ανατομίας, καθώς και συγγραφέας βιβλίων που άσκησαν μεγάλη επιρροή στον επιστημονικό του τομέα. Ορισμένοι μελετητές αντιμετωπίζουν τα παραπάνω ως «επιστημονική επανάσταση», η οποία σηματοδότησε την αρχή της σύγχρονης εποχής. Άλλοι ως επιτάχυνση μιας συνεχούς διαδικασίας η οποία εκτείνεται από την αρχαιότητα μέχρι τις ημέρες μας. Ανεξαρτήτως αυτού, κατά γενική συμφωνία η περίοδος της Αναγέννησης συνοδεύτηκε από σημαντικές αλλαγές στον τρόπο που οι άνθρωποι αντιλαμβάνονταν το σύμπαν και στις μεθόδους που χρησιμοποιούσαν για να εξηγήσουν τα φυσικά φαινόμενα. Παραδοσιακά η αρχή τοποθετείται το έτος 1543, οπότε και τυπώθηκαν για πρώτη φορά τα έργα «De humani corporis fabrica» («Περί του τρόπου που λειτουργεί το ανθρώπινο σώμα») του Αντρέ Βεζάλιους, το οποίο έδωσε νέα ώθηση στην πρακτική της ανατομής, της παρατήρησης και της μηχανιστική άποψη για την ανατομία, καθώς επίσης και το έργο «De revolutionibus orbium coelestium» («Περί της περιστροφής των ουράνιων σφαιρών») του Κοπέρνικου. Η επαναστατική άποψη που εκφράστικε στο τελευταίο ήταν πως είναι η Γη που κινείται γύρω από τον Ήλιο. Σημαντικές επιστημονικές πρόοδοι συντελέστηκαν την περίοδο αυτή επίσης από τους Γαλιλαίο Γαλιλέι (1564-1642), Τυχό Μπραχέ (1546-1601) και Γιοχάνες Κέπλερ (1571-1630). Η ίσως σημαντικότερη αποκάλυψη της εποχής, δεν ήταν μια συγκεκριμένη ανακάλυψη, αλλά μάλλον μια διαδικασία για την πραγματοποίηση ανακαλύψεων: η επιστημονική μέθοδος.[6] Αυτός ο επαναστατικός νέος τρόπος μάθησης εστίαζε στις εμπειρικές παρατηρήσεις και τα μαθηματικά, απορρίπτοντας την τελεολογία του Αριστοτέλη για χάρη της μηχανικής φιλοσοφίας. Ανάμεσα στους προπάτορες της θεώρησης αυτής ήταν οι Κοπέρνικος, Γαλιλαίος και Φράνσις Μπέηκον (1561-1626). Η νέα επιστημονική μέθοδος συνέβαλε στην πραγματοποίηση μεγάλων ανακαλύψεων στα πεδία της αστρονομίας, της φυσικής, της βιολογίας και της ανατομίας.
Έγινε και μια σύνδεση με όσα συνέβησαν κατά τη θρησκευτική μεταρρύθμιση: ο Πάπας Αλέξανδρος Στ', κατά κόσμον Ροδρίγος Βοργίας (1431 - 1503), ο οποίος κατηγορήθηκε κατά καιρούς για σιμωνία, νεποτισμό και απόκτηση νόθων παιδιών. Πιο συγκεκριμένα; η εποχή κατά την οποία ξεκίνησε η Αναγέννηση χαρακτηριζόταν από θρησκευτικές αναταραχές. Στα τέλη του Μεσαίωνα ίντριγκες περικύκλωσαν τον Παπικό Θρόνο, γνωρίζοντας την κορύφωση με το Δυτικό Σχίσμα, οπότε και τρεις άνδρες διεκδικούσαν ταυτόχρονα την αναγνώρισή τους ως πραγματικού Επισκόπου της Ρώμης. Ενώ το ζήτημα επιλύθηκε τελικά με τη Σύνοδο της Κωνσταντίας (1414), κατά το 15ο αιώνα παρουσιάστηκε ένα μεταρρυθμιστικό ρεύμα γνωστό ως Κονσιλιαρισμός (Conciliarismo), το οποίο απέβλεπε στον περιορισμό των εξουσιών του Πάπα. Παρόλο που ο παπισμός αναγορεύτηκε τελικά υπέρτατη δύναμη σε ό,τι αφορά τα εκκλησιαστικά ζητήματα από τη Σύνοδο του Λατερανού (1511), το κύρος του επλήγη από συνεχείς κατηγορίες για διαφθορά, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον Πάπα Αλέξανδρο Στ', ο οποίος κατηγορήθηκε κατά καιρούς για σιμωνία, νεποτισμό και απόκτηση νόθων παιδιών, με τους γάμους των οποίων επεδίωξε την αύξηση της δύναμής του. Κληρικοί όπως ο Έρασμος και ο Λούθηρος πρότειναν μεταρρύθμιση στους κόλπους της Εκκλησίας, βασισμένοι στην ανάγνωση του κειμένου της Καινής Διαθήκης υπό ουμανιστικό πρίσμα. Πράγματι, ήταν ο Λούθηρος που τον Οκτώβριο του 1517 δημοσίευσε τις 95 Θέσεις που οδήγησαν στη Μεταρρύθμιση, μια ρήξη με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, η οποία στο παρελθόν αξίωνε την ηγεμονία της Δυτικής Ευρώπης. Ο ουμανισμός και η Αναγέννηση κατά συνέπεια έπαιξαν άμεσο ρόλο στο ξέσπασμα της Μεταρρύθμισης, όπως και πολλών άλλων ταυτόχρονων θρησκευτικών συζητήσεων και συγκρούσεων. Κατά την περίοδο που ακολούθησε τη Λεηλασία της Ρώμης το 1527, οπότε και η Μεταρρύθμιση είχε κλονίσει τα θεμέλια της Καθολικής Εκκλησίας, ο Πάπας Παύλος Γ' ανήλθε στον παπικό θρόνο (1534–1549). Σε αυτόν αφιέρωσε ο Κοπέρνικος το «Περί της περιστροφής των ουράνιων σφαιρών» και ήταν αυτός που έγινε παππούς του καρδιναλίου Αλεσσάντρο Φαρνέζε που ήταν ιδιοκτήτης πινάκων του Τιτσιάνο, του Μικελάντζελο και του Ραφαήλ, καθώς και μιας σημαντικής συλλογής πινάκων, και που επίσης παρήγγειλε το αριστούργημα του Κροάτη Τζούλιο Κλόβιο, ίσως το τελευταίο κύριο εικονογραφημένο χειρόγραφο, οι «Ώρες των Φαρνέζε».
Από την άλλη πλευρά, δεν παραλείψαμε να αναφέρουμε στους μαθητές μας και αντικρουόμενες απόψεις διάφορων ιστορικών: για παράδειγμα, κάποιοι εξ αυτών τονίζουν πως πολλοί από τους αρνητικούς κοινωνικούς παράγοντες που είθισται να συσχετίζονται με τη μεσαιωνική εποχή - π.χ. φτώχεια, πόλεμος, θρησκευτικοί και πολιτικοί διωγμοί - κατά τα φαινόμενα χειροτέρεψαν κατά την Αναγέννηση, η οποία υπήρξε μάρτυρας της ανόδου της μακιαβελικής πολιτικής, των θρησκευτικών πολέμων, των δολοπλοκιών που άσκησαν οι Βοργίες και της εξάπλωσης των κυνηγιών μαγισσών κατά το 16ο αιώνα. Πολλοί από τους ανθρώπους που έζησαν κατά την Αναγέννηση δεν την αντιμετώπιζαν ως τη «χρυσή εποχή» που φαντάστηκαν ορισμένοι συγγραφείς του 19ου αιώνα, αλλά αντίθετα εξέφραζαν την ανησυχία τους για τις κοινωνικές αυτές ασθένειες. Χαρακτηριστικά, ωστόσο, οι καλλιτέχνες, συγγραφείς και μαικήνες των τεχνών που υπήρξαν κομμάτι της πολιτιστικής αυτής επανάστασης, θεωρούσαν πως ζούσαν σε μια νέα εποχή, που ήταν σε πλήρη αντιδιαστολή με το Μεσαίωνα.Ορισμένοι μαρξιστές ιστορικοί προτιμούν να περιγράφουν την Αναγέννηση με υλικούς όρους, υιοθετώντας την άποψη πως οι αλλαγές στην τέχνη, τη γραμματεία και τη φιλοσοφία υπήρξαν κομμάτι μιας γενικότερης οικονομικής τάσης από το φεουδαλισμό προς τον καπιταλισμό, που είχε ως αποτέλεσμα την άνθηση μιας αστικής τάξης με αρκετό ελεύθερο χρόνο για ενασχόληση με τις τέχνες Τους αναφέραμε το παράδειγμα του Γιόχαν Χουιζίνγκα (1872–1945), που αναγνώριζε μεν την ύπαρξη της Αναγέννησης, μα αμφέβαλλε κατά πόσο επρόκειτο για θετική αλλαγή. Στο βιβλίο του «Herfsttij der Middeleeuwen» («Η Παρακμή του Μεσαίωνα»,1919) υποστήριξε πως η Αναγέννηση ήταν περίοδος παρακμής από τον Υψηλό Μεσαίωνα, οπότε και καταστράφηκαν πολλά σημαντικά πράγματα. Η λατινική γλώσσα, για παράδειγμα, είχε εξελιχθεί σημαντικά από την κλασσική εποχή και ήταν ακόμη ζωντανή γλώσσα, η οποία χρησιμοποιούταν στην εκκλησία και αλλού. Η εμμονή της Αναγέννησης με την κλασσική καθαρότητα παρεμπόδισε την περαιτέρω εξέλιξή της με αποτέλεσμα να επανέλθει στην κλασσική της μορφή. Ο Ρόμπερτ Σ. Λόπεζ ισχυρίστηκε πως επρόκειτο για εποχή βαθειάς οικονομικής κρίσης. Στο μεταξύ, οι Τζωρτζ Σάρτον και Λυνν Θόρννταϊκ υποστήριξαν πως η επιστημονική πρόοδος ίσως και να ήταν λιγότερο καινοτόμος από ό,τι παραδοσιακά θεωρείται. Τέλος, η Τζοάν Κέλλυ πως οδήγησε σε βαθύτερο χάσμα ανάμεσα στα φύλα, μειώνοντας τα μέσα που κατείχαν οι γυναίκες το Μεσαίωνα. Ορισμένοι ιστορικοί έχουν αρχίσει να θεωρούν πως η λέξη «Αναγέννηση» τείνει να φορτίζεται άσκοπα, υπονοώντας μια αναμφισβήτητα θετική αναγέννηση από την υποτιθέμενη πιο πρωτόγονη «Σκοτεινή Εποχή». Πολλοί ιστορικοί πλέον προτιμούν τον όρο «Πρώιμη Σύγχρονη» για αυτή την περίοδο, μια πιο ουδέτερη φράση που τονίζει το ρόλο της ως μεταβατικό στάδιο ανάμεσα στο Μεσαίωνα και το σήμερα.Άλλοι, όπως ο Ρότζερ Όσμπορν, θεωρούν πως η Ιταλική Αναγέννηση υπήρξε αποθήκη των μύθων και ιδανικών του δυτικού κόσμου γενικότερα, και πως αντί για μια αναβίωση του αρχαίου κόσμου επρόκειτο για μια εποχή μεγάλων καινοτομιών. Επιπροσθέτως, δεν παραλείψαμε να αναφέρουμε το ότι πολλά ελληνικά χριστιανικά συγγράμματα, ανάμεσα στα οποία και η Καινή Διαθήκη στα Ελληνικά, ταξίδεψαν από το Βυζάντιο στη Δυτική Ευρώπη απασχολώντας τους λόγιους για πρώτη φορά μετά την όψιμη αρχαιότητα. Αυτή η στροφή προς τα ελληνικά χριστιανικά έργα, και κυρίως η μελέτη της Καινής Διαθήκης στην πρωτότυπή της γλώσσα, όπως προωθήθηκαν από τους ουμανιστές Λαυρέντιο Βάλλα και Έρασμο, άνοιξαν το δρόμο για την Προτεσταντική Μεταρρύθμιση.
Καλλιτέχνες όπως ο Μαζάτσο προσπάθησαν να απεικονίσουν την ανθρώπινη μορφή με ρεαλιστικό τρόπο, αναπτύσσοντας τεχνικές ώστε να αποδίδονται η προοπτική και το φως με φυσικό τρόπο. Πολιτικοί φιλόσοφοι, και ιδιαίτερα ο Νικολό Μακιαβέλλι, εστίασαν στη ρεαλιστική περιγραφή της πολιτικής ζωής, ώστε να γίνει κατανοητή δια μέσου της λογικής. Σημαντική συμβολή στον αναγεννησιακό ουμανισμό αποτέλεσε το κείμενο του Τζοβάννι Πίκο ντέλλα Μιράντολα με τίτλο «De hominis dignitate» («Λόγος περί της ανθρώπινης αξιοπρέπειας»), που απαρτίζεται από μία σειρά θέσεων για τη φιλοσοφία, τη φυσική σκέψη, την πίστη και τη μαγεία. Πέρα από τη μελέτη της κλασικής αρχαιότητας, οι συγγραφείς της Αναγέννησης υιοθέτησαν τη χρήση της καθομιλουμένης γλώσσας, κάτι που σε συνδυασμό με την εφεύρεση της τυπογραφίας, επέτρεψε σε ολοένα και περισσότερους ανθρώπους να έχουν πρόσβαση σε βιβλία, με πιο αξιοπρόσεκτη περίπτωση τη Βίβλο. ¨Ενα πρόχειρο συμπέρασμα των παιδιών ήταν πως η Αναγέννηση μπορεί να θεωρηθεί ως η προσπάθεια διανοούμενων να μελετήσουν και να βελτιώσουν τα εγκόσμια, τόσο μέσα από την αναβίωση των ιδεολογιών της αρχαιότητας, όσο και διαμέσου καινοτόμων προσεγγίσεων στη Σκέψη. Προς επίρρωσιν της έξυπνης αυτής τοποθέτησης των μαθητών μας (που, βεβαίως, διατυπώθηκε με πολύ απλούστερο τρόπο από αυτόν που επιστρατεύουμε εδώ), ήταν η περίπτωση αναλυτών της Ιστορίας όπως ο Ρόντνεϋ Σταρκ, που αποδίδουν λιγότερη σημασία στην Αναγέννηση εστιάζοντας στις καινοτομίες που εισήχθησαν στις ιταλικές πόλεις κράτη νωρίτερα, κατά την κορύφωση του Μεσαίωνα, οπότε και συνδυάστηκαν η λογοδοτική διακυβέρνηση, ο Χριστιανισμός και η γέννηση του Καπιταλισμού. Αυτή η ανάλυση υποστηρίζει πως, την περίοδο που τα ισχυρά ευρωπαϊκά κράτη (Γαλλία και Ισπανία) είχαν απολυταρχικές μοναρχίες, ενώ άλλα βρίσκονταν υπό την εξουσία της Εκκλησίας, οι ανεξάρτητες ιταλικές δημοκρατίες, πατώντας στις αρχές του Καπιταλισμού που πρωτοεμφανίστηκαν σε μοναστηριακά κτήματα, δημιούργησαν μια εμπορική επανάσταση χωρίς προηγούμενο, η οποία προηγήθηκε και χρηματοδότησε την Αναγέννηση.Αυτή ήταν μια δύσκολη παραπομπή σε τοποθετήσεις που ίσως οι μαθητές μας ξανασυναντήσουν στα φοιτητικά τους χρόνια (που δεν απέχουν και πολύ)...
Ο Λεονάρντο ντα Βίντσι (15 Απριλίου- 2 Μαίου 1519) ήταν Ιταλός.Αρχιτέκτων, ζωγράφος, γλύπτης, μουσικός, εφευρέτης, μηχανικός, ανατόμος, γεωμέτρης και επιστήμονας που έζησε την περίοδο της Αναγέννησης Το πλήρες όνομα του ήταν "Leonardo di ser Piero da Vinci", αν και υπέγραφε τα έργα του ως "Leonardo" ή "Io, Leonardo" (= «Εγώ, ο Λεονάρντο»). Ήταν καρπός του έρωτα του Πιέρο ντα Βίντσι και της Κατερίνας, της οποίας δεν γνωρίζουμε την πλήρη ταυτότητα. Οι δυο τους δεν έγιναν ποτέ νόμιμο ζευγάρι. Ο Πιέρο ήταν συμβολαιογράφος στην περιοχή, όπως και ο πατέρας του, παππούς του Λεονάρντο. Η μητέρα του, Κατερίνα, πιθανόν ήταν ταπεινότερης καταγωγής, μάλλον υπηρέτρια. Ένα χρόνο περίπου μετά τη γέννηση του Λεονάρντο οι γονείς του παντρεύτηκαν: ο Πιέρο την κόρη ενός πλούσιου συμβολαιογράφου και η Κατερίνα έναν εργάτη υψικαμίνου. Έργα του: Μυστικός δείπνος. Έργο με την καλύτερη σύνθεση και προοπτική.Το κεφάλι του Ιησού είναι ακριβώς εκεί που συγκλίνουν όλες οι γραμμές του έργου ακριβώς στη γραμμή του ορίζοντα.
Ακολούθησε η αναφορά στον Πιέρο ντελλα Φραντσέσκα, τον κορφυφαίο αυτόν εκπρόσωπο της τέχνης του ιταλικού Κουατροτσέντο που γεννήθηκε το 1412, έξι χρόνια μετά τη γέννηση του Λεόν Μπατίστα Αλμπέρτι και έξι χρόνια πριν από την εμβληματική έναρξη κατασκευής του τρούλου του καθεδρικού ναού της Φλωρεντίας, σχεδιασμένου από τον Φιλίπο Μπρουνελέσκι. Τέκνο της «βαθιάς Τοσκάνης», κατάγεται από ένα μικρό χωριό κοντά στην πόλη του Αρέτσο, το Σαν Σεπόλκρο (κοντά στο χωριό Καπρέζε, γενέτειρα του Μιχαήλ Αγγελου), και από εκεί ξεκινά μια πορεία που τον οδηγεί στις Αυλές της Κεντρικής Ιταλίας: από την Τοσκάνη και την Ουμβρία ως τη θάλασσα της Αδριατικής, κέντρα τότε ανάπτυξης μιας «αστικής» διανόησης. Επιστρέφει όμως πάντα στο Σαν Σεπόλκρο, το χωριό του, στην οικεία φιλικότητα της περιβάλλουσας φύσης, στην ελεγειακή πλαστική των αλλεπάλληλων ήπιων λοφοσειρών που θα αποτελέσουν το φόντο σε πολλά από τα έργα του. Δεν υπάρχει, πράγματι, καλύτερος τρόπος αποτίμησης της τέχνης αυτής της περιόδου από την όσο το δυνατόν πιο άμεση συγκριτική προσέγγιση του έργου των συγχρόνων. Εξαιτίας άλλωστε της θεματολογίας (σχεδόν αποκλειστικά θρησκευτικής) η μεθοδική «αντιπαραβολή» αποτελεί τον πιο αποδοτικό τρόπο ανάδειξης της ιδιοφυΐας. Και ο Πιέρο, ο Μότσαρτ της αναγεννησιακής ζωγραφικής όπως αποκλήθηκε, αποτελεί ιδιοφυΐα, για την κατανόηση ωστόσο της οποίας οι επιμελητές της έκθεσης μας προσκαλούν σε ένα ταξίδι: από το μουσείο του Αρέτσο και τις αριστουργηματικές νωπογραφίες της βασιλικής του Αγίου Φραγκίσκου στην ίδια πόλη, ως το κοντινό χωριό Μοντέρκι, όπου βρίσκεται η περίφημη «Εγκυμονούσα Παναγία» (Madonna del Parto), και βέβαια το Σαν Σεπόλκρο, το χωριό του, όπου φιλοξενούνται η νωπογραφία της Ανάστασης και το Πολύπτυχο του Ελέους (Polittico della Misericordia). Σε άλλα τους ταξίδια, στο εγγύς μέλλον, οι μαθητές μας ευχόμαστε να αναζητήσουν τα δημιουργικά ίχνη του Πιέρο ντε λα Φραντσέσκα και αλλού: συγκεκριμένα, στο Ουρμπίνο, στο Πέζαρο, στην Ανκόνα, στη Φεράρα, στην Περούτζια αλλά και στη Ρώμη, ενώ στο Ρίμινι θα βρουν τη νωπογραφία στο Μαυσωλείο του Μαλατέστα, ένα από τα διασημότερα αρχιτεκτονικά έργα του Αλμπέρτι (ο Πιέρο είχε επηρεαστεί από τον ιταλό ουμανιστή και από το θεωρητικό του έργο, κυρίως από την πραγματεία "Περί ζωγραφικής" του 1435).
Η επαφή, ωστόσο, του Πιέρο με τη Φλωρεντία, τη μητρόπολη της οικονομίας και της τέχνης της περιόδου, είναι περιορισμένη, αν κρίνουμε από τα τεκμήρια που μαρτυρούν ότι ο καλλιτέχνης από το Σαν Σεπόλκρο θα βρεθεί εκεί μόλις για έναν χρόνο, το 1439, συνεργαζόμενος με τον δάσκαλό του Ντομένικο Βενετσιάνο για την υλοποίηση, απολεσθεισών πλέον, νωπογραφιών στην εκκλησία του νοσοκομείου της Santa Maria Nuova, στο κέντρο της Φλωρεντίας (που συνεχίζει και σήμερα τη λειτουργία του). Ο Βενετσιάνο είναι σημαντική μορφή για τον νεαρό Πιέρο, γιατί γνωρίζει την τέχνη της Βόρειας Ιταλίας και κυρίως τη φλαμανδική ζωγραφική, η οποία θα αποδειχθεί καθοριστική για την καλλιτεχνική εξέλιξη του ζωγράφου από το Σαν Σεπόλκρο. Ωστόσο στην κοσμοπολίτικη Φλωρεντία της δεκαετίας του 1430, «δεν χρειάζεται πολλή φαντασία για να αντιληφθούμε τι είδε και ποιον συνάντησε ο Πιέρο. Τα αριστουργήματα της γενιάς του Μπρουνελέσκι, του Ντονατέλο και του Μαζάτσιο ήταν όλα εκεί, ενώ οι Γκιμπέρτι, Αντζέλικο, Λούκα ντέλα Ρόμπια, για να αναφέρουμε μόνο ορισμένους, εκτελούσαν εντατικά νέες παραγγελίες» σημειώνει ο C. Bertelli. Το 1439 για τη Φλωρεντία δεν είναι μια τυχαία ημερομηνία: πραγματοποιείται εκεί η Οικουμενική Σύνοδος για την ένωση των Εκκλησιών, με την εντυπωσιακή παρουσία, δημόσια παρέλαση σχεδόν, της βυζαντινής αυλής και τις επιβλητικές ενδυματολογικές επιλογές των σχεδόν 700 αξιωματούχων και κυρίως του αυτοκράτορα Ιωάννη Η' Παλαιολόγου. Σαφείς εικονογραφικές επιρροές αυτής της εξωτικής σχεδόν εμπειρίας, αρχής γενομένης από τα ενδύματα και τους εκφραστικούς τρόπους, θα επισημανθούν στο έργο του Πιέρο της αμέσως επόμενης περιόδου, ενώ ακόμη και σε θεμελιώδη έργα του, όπως στη νωπογραφία της Ανάστασης στο Σαν Σεπόλκρο, η γεωμετρία της μορφής του Χριστού παραπέμπει κατευθείαν στην υποβλητική ακτινοβολία ενός βυζαντινού Παντοκράτορα. Ο Πιέρο μεταξύ του 1450 και του 1490 κατορθώνει κάτι εξαιρετικά σημαντικό: ενοποιεί την εικονογραφική γλώσσα της ιταλικής ζωγραφικής μέσω μιας πολυχρωματικής γεωμετρικής επεξεργασίας. Τα στοιχεία που τη χαρακτηρίζουν είναι η κρυστάλλινη αποδραματοποίηση της αφήγησης και η - συχνά φαινομενική - αποστασιοποίηση από τα συναισθήματα, ο αντινατουραλιστικός αρχαϊσμός, η κρυστάλλινη συνθετική τάξη, η αχρονική ηρεμία, ο αινιγματικός ορθολογισμός, η αφαίρεση. Ο Πιέρο, ο πιο «αποτραβηγμένος» καλλιτέχνης της Αναγέννησης, είναι ζωγράφος της σιωπής και του μεταφυσικού μυστηρίου: δεν είναι τυχαίο ότι θα ανακαλυφθεί από ιστορικά καλλιτεχνικά κινήματα του 20ού αιώνα και από καλλιτέχνες όπως ο Σεζάν, ο Σερά, ο Καζοράτι, ο Ντε Κίρικο. Τελετουργικός και ποιητικός, σχεδόν διανοούμενος, σχεδιάζει μορφές που αποκαλύπτονται στατικές και μεγαλοπρεπείς ως γεωμετρικά στερεά με σφριγηλή πλαστική οντότητα, μέσω της εξαίσιας φωτεινότητας των χρωμάτων, καθώς και μέσω της σαφήνειας της χωρικής σύλληψης και της προοπτικής σύνθεσης.
Ο προβληματισμός αυτός στη συνέχεια καταγράφεται στην πραγματεία «De prospectiva pingendi», ως απόδειξη της στοχαστικής επιστημονικότητας του αναγεννησιακού δημιουργού. Ο ίδιος πιστεύει ότι οι μορφές συνδέονται μεταξύ τους και με τον χώρο μέσω αρμονικών δεσμών, οδηγώντας σε μια πραγματική «κοσμική συνήχηση». Οι συνθέσεις του προδίδουν αμέσως τη χρήση της γεωμετρίας, ενώ καταφεύγουν συχνά στις αρμονικές χαράξεις. Το έργο του είναι μορφή, χρώμα και φως, αλλά και ό,τι ο Salvatore Settis υποστήριξε με έμφαση: «Η απόλυτη ψυχή στο έργο του Πιέρο; Η προοπτική».
Μιχαήλ Άγγελος Ο Μικελάντζελο ντι Λουντοβίκο Μπουοναρότι Σιμόνι, (1475-1564), ο δικός μας Μιχαήλ-Αγγελος, ήταν γλύπτης, ζωγράφος, αρχιτέκτονας και ποιητής της Αναγέννησης. Υπήρξε ο μοναδικός καλλιτέχνης της εποχής, του οποίου η βιογραφία εκδόθηκε πριν το θάνατό του, στους Βίους τουΤζόρζιο Βασάτι, ο οποίος επέλεξε να τον τοποθετήσει στην κορυφή των καλλιτεχνών, χρησιμοποιώντας για τον Μιχαήλ Άγγελο το προσωνύμιο ο θεϊκός. Οι νωπογραφίες του στη Καπέλα Σιξτίνα, το άγαλμα του Δαβίδ και η Πιετά είναι απ τα πιο σπουδαία έργα του. Το 1505, ο Μιχαήλ Άγγελος επέστρεψε στη Ρώμη μετά από πρόσκληση του νέου Πάπα Ιουλίου Β΄, ο οποίος του ανέθεσε τη δημιουργία ενός επιβλητικού μαυσωλείου. Το έργο αυτό τελικά έμεινε ημιτελές, ωστόσο κατά τη διάρκεια της επεξεργασίας του, ο Μικελάντζελο αναλάμβανε παράλληλα και άλλες παραγγελίες. Μία από αυτές αφορούσε στην διακόσμηση του θόλου του Παπικού Παρεκκλησίου (Καπέλα Σιξτίνα), με νωπογραφίες των δώδεκα Αποστόλων. Ο Μιχαήλ Άγγελος αντιπρότεινε ένα περισσότερο σύνθετο και φιλόδοξο εγχείρημα, δημιουργώντας τελικά, σε διάστημα τεσσάρων ετών (1508-1512), περισσότερες από 300 βιβλικές φιγούρες και άλλες θρησκευτικές παραστάσεις, όπως σκηνές από την Γένεση, την ιστορία του Νώε ή τη Δευτέρα Παρουσία. Τα τέσσερα αυτά χρόνια, λέγεται, οτι ο Μικελάντζελο δεν βγήκε από την Καπέλα Σιξτίνα παρά ελάχιστα και δεν επέτρεψε σε κανέναν να δει το έργο του, δημιουργώντας έτσι μια αναστάτωση, μια φήμη και πλήθος κόσμου συνέρεε έξω απο το Παρεκκλήσι. Δαβίδ. Η δημιουργία του Δαβίδ ακολούθησε την αρχή του ντιζένιο ( ελεύθερα από την αρχή), που βασίζεται στη γνώση της αντρικής ανθρώπινης μορφής. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, η γλυπτική είναι η υψηλότερη μορφή τέχνης γιατί μιμείται τη θεία δημιουργία. Ο Μιχαήλ Άγγελος δούλευε έχοντας την πεποίθηση ότι ο Δαβίδ ήταν ήδη μέσα στο κομμάτι του μαρμάρου, κατά τον ίδιο τρόπο που η ψυχή βρίσκεται μέσα στο σώμα του ανθρώπου,· ο καλλιτέχνης έχει υποχρέωση να απελευθερώσει τη μορφή στην πιο τέλεια εκδοχή της. Το άγαλμα είναι επίσης παράδειγμα της πόζας ντραπόστο.
Ραφαήλ Σάντσιο. Ο Ραφαήλ γεννήθηκε το 1483 στο δουκάτο του Ουρμπίνο, το οποίο αποτελούσε την εποχή εκείνη σημαντικό πνευματικό κέντρο, κατά την περίοδο της ηγεμονίας του Φεντερίκο ντα Μοντεφέλτρο. Ο πατέρας του, Τζοβάνι Σάντι, ήταν διακεκριμένος ζωγράφος που συχνά πρόσφερε τις υπηρεσίες του στην Αυλή του δούκα και έχαιρε επίσης ιδιαίτερης εκτίμησης ως ποιητής και χρονικογράφος. Πέθανε όταν ο Ραφαήλ ήταν μόλις στην ηλικία των έντεκα ετών και ενώ τρία χρόνια νωρίτερα είχε ήδη σημειωθεί ο θάνατος της μητέρας του ονόματι Μάγια ντι Μπατίστα Κιάρλα. Υπήρξε ο πρώτος δάσκαλος του γιου του στη ζωγραφική, ο οποίος σύμφωνα με τον Τζόρτζιο Βαζάρι μαθήτευσε αργότερα στο πλευρό του Περουτζίνο, στην Περούτζια. Ο τελευταίος αποτελούσε έναν από τους πλέον διακεκριμένους και επιτυχημένους ζωγράφους της εποχής, αναλαμβάνοντας την εκπαίδευση του Ραφαήλ ενώ βρισκόταν στην κορυφή της δόξας του. Η άφιξή του στην Περούτζια και η έναρξη της συνεργασίας του με τον Περουτζίνο δεν έχει προσδιοριστεί με ακρίβεια, ωστόσο τοποθετείται περίπου το 1495. Για το έργο του "Η σχολή των Αθηνών" κατηγορήθηκε ότι έβαλε και το πρόσωπό του μέσα μαζί με τους δασκάλους Λεονάντρο(το κεντρικό πρόσωπο του έργου) και Μιχαήλ-Αγγελου(αυτός που κάθεται στα σκαλιά) Συνολικώς 58 προσωπικότητες απεικονίζονται στη νωπογραφία αυτήν που βρίσκεται στο Βατικανό- στην πλειονότητά τους φιλόσοφοι και επιστήμονες της αρχαιότητας μέχρι και τον καιρό του Ραφαήλ, κάποιοι κρατούν στα χέρια διαβήτες ή υδρόγειους, μερικοί άλλοι βιβλία. Για περισσότερο από τέσσερις αιώνες ειδικοί προσπαθούν να δώσουν απαντήσεις σ' αυτό το ερώτημα.
Θεωρείται ότι σ' αυτή την παράδοξη και διαχρονική συνάθροιση περιλαμβάνονται ο Ευκλείδης και ο Ζαρατούστρας, ενώ κάτω αριστερά γράφει στο βιβλίο του ο Πυθαγόρας. Ο Άραβας με το τουρμπάνι που παρακολουθεί τον Πυθαγόρα πάνω από τον ώμο του, πιθανόν να είναι ο φιλόσοφος της μεσαιωνικής εποχής Αβερρόης, ίσως όμως να είναι αυτός που εισήγαγε το ψηφίο Μηδέν στην αρίθμηση. Αριστερά, ο συγγραφέας που στηρίζεται στο υπόβαθρο κολώνας και είναι στεφανωμένος με αμπελόφυλλα, πρέπει να είναι ο φιλόσφος Επίκουρος, ενώ εικάζεται ότι η λευκοντυμένη φιγούρα δεξιά από το τουρμπάνι του Άραβα πιθανόν να είναι ο Ιησούς Χριστός, ευλόγως άφωνος και αμέτοχος μπροστά στη διαχρονική σοφία που έχει συγκεντρωθεί στην «Ακαδημία». Σαφώς αναγνωρισμένα, ωστόσο, είναι μόνον λίγα πρόσωπα, μεταξύ των οποίων ο Πλάτων που έχει τα χαρακτηριστικά προσώπου του Leonardo da Vinci και κρατά υπό μάλης το έργο του «Τίμαιος». Δίπλα του, δεξιά, ο Αριστοτέλης, ο οποίος φαίνεται να έχει ζωηρή συζήτηση με τον Πλάτωνα, κρατάει στο χέρι του το σύγγραμμα «Νικομάχεια Ηθική». Μπροστά τους, απλωμένος στα σκαλιά είναι ο Διογένης, που ήταν ο κυριότερος εκπρόσωπος της κυνικής φιλοσοφίας και διεκήρυττε την αυτάρκεια - λέγεται ότι ζούσε σε πιθάρι. Σε πρώτο πλάνο, στο κέντρο, στηριζόμενος σε μαρμάρινο κύβο, φαίνεται να είναι ο Ηράκλειτος, ο οποίος έχει παρασταθεί με όμοιο τρόπο σε ένα πίνακα του Michelangelo Buonarotti, γι' αυτό του μοιάζει στο πρόσωπο, όπως τον απέδωσε ο Ραφαήλ.Μυστηριώδης παραμένει κυρίως η δεξιά πλευρά της νωπογραφίας, όπου λίγες μορφές έχουν αναγνωριστεί με βεβαιότητα. Μια νεότερη πρόταση παρουσιάζει ο Γερμανός μελετητής Φρανκ Κάιμ, συνεργάτης του Πανεπιστημίου της Ουλμ. Ο Κάιμ ερμηνεύει την αινιγματική γωνία της τοιχογραφίας ως καλλιτεχνική απεικόνιση «μιας αστρονομικής διένεξης», που χαρακτήριζε την εποχή της Αναγέννησης -«τη διάσταση μεταξύ γεωκεντρικής και ηλιοκεντρικής κοσμοθεωρίας». Η αλήθεια είναι πως λίγο πριν από τη δημιουργία της νωπογραφίας είχε έλθει ξανά στην επικαιρότητα αυτή η διένεξη, λόγω επανέκδοσης του έργου του αρχαίου Ελληνα αστρονόμου Αρίσταρχου του Σάμιου. Ο μαθηματικός της Αλεξανδρινής περιόδου ήταν από τους πλέον ένθερμους υποστηρικτές της θεωρίας πως η Γη περιστρέφεται γύρω από την πύρινη ηλιακή σφαίρα. Στην εποχή του θεωρήθηκε βλάσφημος και είχε πολλάκις απειληθεί με θανάτωση, ενώ δεν έγινε γνωστός κανένας αξιόλογος οπαδός των ιδεών του. Η αναδημοσίευση των «αιρετικών» απόψεων του Αρίσταρχου προκάλεσε νέο κύμα οργής, διαφωνιών αλλά και σύγχυσης στο επιστημονικό κατεστημένο. Ο Νικόλαος Κοπέρνικος -που από το 1496 ζούσε σε ιταλικό έδαφος- υιοθέτησε την ιδέα του ηλιοκεντρικού συστήματος και τη στήριξε με ατράνταχτες επιστημονικές αποδείξεις. Το πρωτοποριακό του σύγγραμμα είδε το φως μετά το 15ΟΟ - ωστόσο αμφισβητήθηκε έντονα από πολλούς. Ο Λούθηρος, για παράδειγμα, χαρακτήρισε την ηλιοκεντρική θεωρία του Αρίσταρχου μωρολογία. Αντίθετα, η παπική Έδρα κράτησε αρχικά μάλλον ουδέτερη στάση και μόλις μετά το 152Ο επιτέθηκε με σφοδρότητα εναντίον των εκπροσώπων της νέας κοσμοθεώρησης. Ο Τζιορντάνο Μπρούνο κατέληξε στην πυρά (16OO) και ο Γαλιλαίος σε κατ' οίκον περιορισμό (1633).
DANTE
«Η Θεία Κωμωδία του Δάντη (1265-1313), γραμμένη στο διάστημα 1304-1309 είναι ένα από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Στο μεταίχμιο δύο εποχών (μεσαίωνας – αναγέννηση), η Θεία Κωμωδία συνιστά μια τοιχογραφία της εποχής που τελειώνει, φωτισμένη από τις ακτίνες της επερχόμενης εποχής. Εδώ βρίσκεται ολόκληρο το μεσαιωνικό σύμπαν, στον πλούτο και στην ποικιλία του, στο μεγαλείο του και στις ρωγμές του, ιστορημένο με αυστηρή αρχιτεκτονική οργάνωση και με αντίστοιχα πλούσια και πολυεπίπεδη ποιητική γλώσσα, η οποία κατορθώνει να εκφράσει τα πάντα με συγκλονιστική απλότητα. Η μνημειώδης αυτή ποιητική σύνθεση αφηγείται, όπως είναι γνωστό, το ταξίδι του ποιητή Δάντη στα βασίλεια της Κόλασης, του Καθαρτηρίου και του Παραδείσου. Το ταξίδι ξεκινά στις 8 Απριλίου του 1300 (βράδυ Μεγάλης Παρασκευής), διαρκεί περίπου μια εβδομάδα και επιτρέπει στον ποιητή να κατανοήσει τη δομή του σύμπαντος, να γνωρίσει τις συνθήκες ύπαρξης των ψυχών μετά το θάνατο, και να αντικρίσει τον ίδιο το Θεό. Είναι ένα ταξίδι γνώσης και “άσκησης”, που οδηγεί στην αλήθεια και τη σωτηρία. (με τα κριτήρια της χριστιανικής ηθικής). Όχι μόνον τον ίδιο τον ποιητή, που το “βίωσε”. Μέσα από την πρωτοπρόσωπη αναδιήγηση, το ταξίδι αυτό προσφέρεται, σύμφωνα με τους κανόνες της ηθικοπλαστικής ποίησης του μεσαίωνα στην οποία το έργο εντάσσεται, ως η υποδειγματική εικόνα της ανθρώπινης εμπειρίας. Με αυτή την έννοια, η Θεία Κωμωδία είναι έργο διδακτικό, που περιέχει θρησκευτικές, ηθικές και φιλοσοφικές αλήθειες, αλήθειες που ανάγονται στον κόσμο του μεσαίωνα. Ωστόσο, θα ήταν άδικο να το θεωρήσουμε ως μια απλή αποτύπωση του μεσαιωνικού θεολογικού-φιλοσοφικού συστήματος. Η ιδιαιτερότητά του και το μεγαλείο του έγκειται στη σύνδεση του συστήματος αυτού με τα ζωντανά πρόσωπα -τα πολυάριθμα και πλέον διαφορετικά- που εμφανίζονται κατά τη διάρκειά του· στη σύνδεση των αληθινών και ιστορικά προσδιορισμένων προσώπων της πραγματικότητας του κόσμου τούτου με τη σημασία που αποκτούν στον άλλο, τον μεταφυσικό. Ο Δάντης αναπαριστά ακριβώς τη διαδρομή που ξεκινά από την κοσμική πραγματικότητα και οδηγεί στην αιώνια ζωή, τη διαδρομή από τον κοσμικό, γήινο χρόνο στον απόλυτο χρόνο της αιωνιότητας. Μέσα από τη διαδρομή αυτή περιγράφει και καυτηριάζει με ρεαλισμό και τόλμη την πολιτική και κοινωνική κρίση της εποχής και αντιτάσσει την αναγκαιότητα της αλήθειας και της δικαιοσύνης».
Η «Θεία Κωμωδία» έχει εμπνεύσει διαχρονικά ποιητές, σεναριογράφους, συνθέτες λειτουργώντας ως ένα από τα πιο ισχυρά και διαχρονικά διακείμενα της παγκόσμιας τέχνης. Ακούμε τη Lorena McKennitt να αφηγείται μελωδικά μια πορεία ζωής εμπνεόμενη από την ανάλογη πορεία αυτογνωσίας του ποιητή της Κωμωδίας. O Dante Alighieri (1265-1321) γεννήθηκε στη Φλωρεντία και πέθανε στη Ραβέννα, σε ηλικία 56 ετών. Σπούδασε φιλοσοφία, θεολογία και νομικά. Αποφασιστικό ρόλο στη ζωή του και την όλη του ποιητική δημιουργία έπαιξε ο μεγάλος έρωτάς του προς την κατά ένα μόνο χρόνο νεώτερη του Βεατρίκη Πορτινάρι, την οποία και για πρώτη του φορά συνάντησε σε ηλικία μόλις εννιά ετών. Μετά από άλλα εννιά χρόνια, την ξανασυνάντησε και την αγάπησε περιπαθέστατα, αλλά και τελείως αγνά (πλατωνικά). Την έβλεπε σαν «άγγελο σε σχήμα γυναίκας» ή τέλος σαν «πηγή βαθύτατης και υψηλότατης συγκίνησης» γι’ αυτόν. Η Βεατρίκη, που είχε στο μεταξύ συζευχθεί με άλλον, πέθανε λίγο αργότερα, σε ηλικία μόνο 25 ετών. Αρχικά ο Δάντης είχε περιγράψει τον πυριφλεγή μεγάλο του έρωτα στο βιβλίο του “Vita nuova” στη συνέχεια όμως έφθασε να τον αποθεώσει κυριολεκτικά, στο ασύγκριτο του αριστούργημα την περίφημη “Divina comedia”, τη “Θεία κωμωδία”, δηλαδή τo διαιρεμένο ως γνωστόν, σε τρία ξεχωριστά βιβλία: την “Κόλαση”, το “Καθαρτήριο” και τον “Παράδεισο”. Ο μεγάλος Φλωρεντίνος βάρδος, μαζί με τον σχεδόν σύγχρονό του Πετράρχη, θεωρούνται κι σαν οι δύο αναμορφωτές της ιταλικής γλώσσας. Με τη μέγιστη επίδραση των έργων τους πέτυχαν έκτοτε να καθιερώσουν την καθομιλουμένη ζωντανή γλώσσα, του λαού ως γλώσσα της λογοτεχνίας, η οποία κατ’ ολίγο, εξελίχθηκε και σε επίσημη γλώσσα ολόκληρου του Ιταλικού εθνικού συνόλου. Τόσο στο “Συμπόσιό” του, όσο και, προ πάντως, στην “Θεία κωμωδία” του, ο Δάντης χρησιμοποιεί την καλλιεργημένη διάλεκτο της Τοσκάνας και της Φλωρεντίας, που έγινε κατόπιν πρότυπο για όλους τους υπόλοιπους Ιταλούς ποιητές και συγγραφείς. Καθώς δε τόνιζε κι ο ίδιος: “Χυδαία δεν είναι η γλώσσα του λαού, που εγώ μεταχειρίζομαι. Χυδαίοι είναι μόνο οι καταφρονητές της ζωντανής αυτής γλώσσας, την οποία μιλούν οι άνθρωποι του μόχθου και της προκοπής στη χώρα αυτή”.
PETRARCA
Ο Φραντσέσκο Πετράρκα γεννήθηκε στο Αρέτσο της Ιταλίας. Ο πατέρας του, με τη φιλοδοξία να τον αντικαταστήσει κάποτε στο επάγγελμά του, τον έστειλε σε ηλικία 15 ετών να σπουδάσει νομική στο Μονπελιέ. Όπως ο Οβίδιος και πολλοί άλλοι ποιητές, έτσι κι ο Πετράρχης δεν ήταν λάτρης της νομικής, αλλά ήταν αποφασισμένος να γίνει λόγιος και άνθρωπος των γραμμάτων παρά δικηγόρος. Το 1323, μετακόμισε στη Μπολόνια, "έδρα" της νομικής μόρφωσης, και έμεινε μαζί με τον αδερφό του, Γκεράρντο, μέχρι και το 1326, ως το θάνατο του πατέρα του, οπότε και επέστρεψε στην Αβινιόν. Η πατρική περιουσία δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα μεγάλη για τους δυο κληρονόμους: το πιο πολύτιμο απομεινάρι της κληρονομιάς ήταν ένα αυθεντικό χειρόγραφο του Κικέρωνα. Μόνη επιλογή για τον Πετράρχη ήταν να ενδυθεί το σχήμα του κλήρου με την άφιξή του στην Προβηγκία. Στις 6 Απριλίου 1327, συνέβη το πιο γνωστό περιστατικό στην ιστορία του Πετράρχη: είδε τη Λάουρα για πρώτη φορά στην εκκλησία της Αβινιόν. Η πραγματική ταυτότητα της γυναίκας αυτής παραμένει άγνωστη, καθώς οι πηγές που αναφέρονται στην ταυτότητα και την οικογενειακή της κατάσταση βασίζονται κυρίως στην παράδοση και σε ατεκμηρίωτα στοιχεία. Αν γίνει δεκτό ότι δεν αποτέλεσε αποκύημα της φαντασίας του Πετράρχη, τα ποιήματά του υποδεικνύουν μια παντρεμένη γυναίκα, με την οποία μοιραζόταν μια σεβαστή, αλλά όχι ιδιαίτερα στενή φιλία. Τόπος κατοικίας του παρέμεινε η Αβινιόν μέχρι το 1333, οπότε και έκανε το πρώτο του μεγάλο ταξίδι, κατά το οποίο επισκέφτηκε το Παρίσι, τη Γάνδη, τη Λιέγη και την Κολωνία, γνωρίζοντας λόγιους άνδρες και αντιγράφοντας χειρόγραφα κλασικών συγγραφέων. Με την επιστροφή του στην Αβινιόν, ασχολήθηκε με τις δημόσιες υποθέσεις και, μεταξύ άλλων, απηύθυνε δυο ποιητικές επιστολές στον Πάπα Βενέδικτο ΙΒ΄. Η ρητορική του δεινότητα κέρδισε τους τυράννους της Βερόνα κι έτσι απέκτησε τη φιλία του πρεσβευτή τους, Άτσο ντι Κορέτζιο. Λίγο καιρό αργότερα, ο Πετράρχης πραγματοποίησε το πρώτο του ταξίδι στη Ρώμη, όπου του έκαναν τεράστια εντύπωση τα ερείπια της πόλης. Γύρω στο 1337 αποφάσισε να αφιερωθεί στη μοναχική μελέτη, κάτι που τον ξεχώριζε σε μεγάλο βαθμό από τους υπόλοιπους λογίους του Μεσαίωνα. Απέκτησε ένα γιο, τον Τζοβάνι, το 1337 και μια κόρη, την Φραντσέσκα, το 1343 (το όνομα της μητέρας παραμένει άγνωστο και στις δυο περιπτώσεις). Εν τω μεταξύ, η φήμη του ως ποιητής της λατινικής και άλλων γλωσσών σταδιακά όλο και αυξανόταν, ειδικά μετά την έκδοση του έπους του Africa, με αποτέλεσμα να διακηρύσσεται πως κανείς δεν άξιζε περισσότερο το δάφνινο στεφάνι από τον ίδιο τον Πετράρχη. Ο ίδιος επιθυμούσε τη δόξα και εξάντλησε την επιρροή του, προκειμένου να λάβει την τιμή δημόσιας στέψης. Πράγματι, την 1η Σεπτεμβρίου 1340, έλαβε δυο προσκλήσεις: από το Πανεπιστήμιο των Παρισίων και το βασιλιά Ροβέρτο της Νάπολης. Αποδεχόμενος την τελευταία πρόσκληση, ταξίδεψε στη Νάπολη το Φεβρουάριο του 1341 και μετά από συζητήσεις σχετικά με την τέχνη του ποιητή, στάλθηκε με εξαίσιες συστάσεις στη Ρώμη. Εκεί, τον Απρίλιο ο Πετράρχης έλαβε το στέμμα του ποιητή στο Καπιτώλιο από τον Ρωμαίο γερουσιαστή και υπό τις επευφημίες του κόσμου και των πατρικίων. Ο ρητορικός λόγος που εκφώνησε βασιζόταν στα λόγια του Βιργιλίου: Sed me Parnassi deserta per ardua dulcis Raptat amor.. Αλλά ο πόθος έρχεται και με βρίσκει πάνω από τις απόκρημνες κορφές του Παρνασσού
Μετά τη στέψη του στη Ρώμη, άνοιξε νέο κεφάλαιο στη ζωή του, καθώς θεωρούνταν ρήτορας και ποιητής ευρωπαϊκής κλίμακας και υπήρξε προσκεκλημένος πριγκίπων και ευγενών στις βασιλικές αυλές. Στα επόμενα χρόνια, ο αδελφός του, Γκεράρντο, μπήκε σε μοναστήρι, ενώ ο ίδιος απέρριψε επανειλημμένες προσφορές μιας γραμματειακής θέσης δίπλα στον Πάπα, ένα από τα υψηλότερα αξιώματα, καθώς δεν ήθελε να αμελήσει τις σπουδές του και τη δόξα που του προσέφεραν για εκκλησιαστικές φιλοδοξίες. Τον Ιανουάριο του 1343 πέθανε ο Ροβέρτος της Νάπολης και στάλθηκε ως μέρος της παπικής πρεσβείας στον διάδοχό του, Ιωάννη. Από το ταξίδι του στη Νάπολη άφησε ενδιαφέρουσες πηγές, κι ίσως είναι εδώ που συναντήθηκε για πρώτη φορά με τον Βοκκάκιο. Το 1347 ο Πετράρχης έχτισε την κατοικία του στην Πάρμα, όπου ήλπιζε να ασχοληθεί με ηρεμία με την ποίηση και την πολιτική, καθότι ιδεαλιστής. Ωστόσο, τα επόμενα δυο χρόνια έφεραν δυστυχίες: η Λάουρα πέθανε από την πανώλη στις 6 Απριλίου 1348, όπως και πολλοί άλλοι στενοί φίλοι του. Το γεγονός αυτό άλλαξε εσωτερικά τον Πετράρχη: άρχισε να σκέφτεται την εγκατάλειψη των εγκοσμίων και κατάστρωσε ένα σχέδιο για την ίδρυση ενός είδους ουμανιστικού μοναστηριού, όπου θα αφιερωνόταν σε περισσότερες σπουδές και θα βρισκόταν, κατά την εκτίμησή του, σε επαφή με τοn Θεό. Αν και κάτι τέτοιο δεν πραγματοποιήθηκε, η επιρροή του γεγονότος αυτού παρατηρείται στα γραπτά του, τα οποία πλέον έχουν πιο θλιμμένο και θρησκευτικό τόνο. Αν και στηλίτευε την πολιτική των διαφόρων δυναστών ιταλικών πόλεων, υποστηρίζοντας τη ρωμαϊκή δημοκρατία, αποδεχόταν τη φιλοξενία τους: από την πλευρά τους, εκείνοι έδειχναν να κατανοούν την ιδιοσυγκρασία του και αναγνώριζαν τις πολιτικές του θεωρίες ως μη πρακτικά εφαρμόσιμες. Εξάλλου, από εκείνη την περίοδο ξεκίνησε και η τάση των Ιταλών πριγκίπων κατά τη διάρκεια της Αναγέννησης να τιμούν και να προστατεύουν τους ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών. Το Iωβηλαίο του 1350, ο Πετράρχης μετέβη για προσκύνημα στη Ρώμη, περνώντας και από τη Φλωρεντία, όπου απέκτησε στενή φιλία με το Βοκάκιο: ο τελευταίος το θαύμαζε μέχρι λατρείας, ενώ ο Πετράρχης τον αντάμοιβε με συμπάθεια, συμβουλές στις γραμματειακές σπουδές και ηθική υποστήριξη. Το 1351, ο Βοκάκιος μετέφερε στον Πετράρχη, που έμενε στην Πάδοβα, την πρόσκληση του άρχοντα της Φλωρεντίας να γίνει πρύτανης του νεοσυσταθέντος πανεπιστημίου, την οποία, ωστόσο αρνήθηκε. Το 1353, έφυγε από την Αβινιόν για τελευταία φορά και μετέβη στη Λομβαρδία, κατευθυνόμενος στο Μιλάνο, όπου μπήκε στην αυλή του αρχιεπισκόπου Τζοβάνι Βισκόντι, μετά το θάνατο του οποίου παρέμεινε στη βασιλική αυλή. Ο γιος του, Τζοβάνι, είχε ήδη πεθάνει από την πανώλη και η κόρη του, Φραντσέσκα, είχε ήδη παντρευτεί, όταν το 1362 εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Πάδοβα, αν και την ίδια χρονιά έκανε ένα ταξίδι στη Βενετία. Εκεί, ο Βοκάκιος τον γνώρισε στον Έλληνα Λεόντιο Πιλάτο: ο Πετράρχης δεν κατείχε την ελληνική γλώσσα, αν και προσπάθησε να μάθει τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Κατείχε ένα χειρόγραφο από τον Όμηρο και ένα απόσπασμα του Πλάτωνα, ενώ είχε διαβάσει την Ιλιάδα από τη μετάφραση του Βοκάκιου στη λαϊκή λατινική. Οι παλιοί του φίλοι, o ένας μετά τον άλλον, πέθαιναν. Ως ημερομηνία του δικού του θανάτου φερόταν το έτος 1365, ωστόσο έζησε για άλλη μια περίπου δεκαετία. Το 1369, αποτραβήχτηκε στην Άρκουα, ένα μικρό χωριό, όπου συνέχισε τις μελέτες του. Όλα αυτά τα χρόνια, διατηρούσε και ενδυνάμωνε τη φιλία του με το Βοκκάκιο. Στις 18 Ιουλίου 1374, βρέθηκε νεκρός ανάμεσα στα βιβλία και έγγραφα της βιβλιοθήκης της κατοικίας του. Ο Πετράρχης θεωρείται ιδρυτής του ουμανισμού και της Αναγέννησης στην Ιταλία. Ήταν ο πρώτος που δημιούργησε συλλογές βιβλίων σε βιβλιοθήκες, συγκέντρωνε νομίσματα και διατηρούσε χειρόγραφα, αντιγράφοντας ιδιοχείρως όσα δεν μπορούσε να αγοράσει, ενώ ταυτόχρονα είχε μισθωμένους αντιγραφείς και προέτρεπε τους συγχρόνους του στη συλλογή αρχαίων εγγράφων και στη μελέτη της κλασικής ελληνικής και ρωμαϊκής λογοτεχνίας. Οι κλασικοί Έλληνες και Λατίνοι συγγραφείς γι' αυτόν ήταν ακόμα ζωντανοί, εξ ου και κρύβουν σεβασμό και συμπάθεια οι ρητορικές του επιστολές προς τον Κικέρωνα, τον Σενέκα ή τον Βάρρωνα.
Με την ονομασία "Ναυμαχία της Ναυπάκτου" παρέμεινε στην ιστορία η ναυμαχία που έγινε στις 7 Οκτωβρίου του 1571 μεταξύ των ενωμένων στόλων της Ισπανίας, της Βενετίας, της Γένουας, των Ιπποτών της Μάλτας, του δουκάτου της Σαβοΐας, του δουκάτου του Ουρμπίνο, του μεγάλου δουκάτου της Τοσκάνης και του Πάπα υπό την ονομασία Lega Santa (Ιερή Ένωση), αφενός, και του ενιαίου στόλου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αφετέρου, δίπ
Ποιος είχε επαφή με την Αναγέννηση; Η κουλτούρα της Αναγέννησης αφορούσε σχεδόν αποκλειστικά τις οικονομικά ανώτερες τάξεις (popolo grasso)
Οι ανώτερες τάξεις είχαν τον χρόνο και μπορούσαν να διαβάσουν τους κλασικούς. Το ίδιο ίσχυε για τις γυναίκες της ανώτερης κοινωνικής τάξης.
Οι ιδέες της Αναγέννησης ελάχιστα «περνούσαν» στις κατώτερες τάξεις (popolo minuto). Όσο για τους αγρότες, ήταν τελείως αγράμματοι και φτωχοί.
Οι τάξεις δεν εργαζομένων και οι μικρέμποροι επίσης δεν είχαν επαφή με την κουλτούρα της Αναγέννησης. Ήσαν απασχολημένοι με τις φροντίδες της καθημερινότητας.
Τα μαθήματά μας ολοκληρώθηκαν λίγο πριν από την αναχώρηση των δύο προγραμμάτων για την Ιταλία, με την ανακεφαλαίωση των κατακτηθεισών γνώσεων, τουλάχιστον σύμφωνα με την κρίση μας.
Ο Τζόρτζιο Βασάρι (1511-1574) συγγραφέας του έργου με τίτλο «Le Vite de' più eccellenti pittori, scultori, e architettori» («Βίοι των εξοχότερων ζωγράφων, γλυπτών και αρχιτεκτόνων») (1550). Μέχρι τον 15ο αιώνα, οι συγγραφείς, οι καλλιτέχνες και οι αρχιτέκτονες της Ιταλίας είχαν αντιληφθεί το κύμα των αλλαγών που λάμβανε χώρα και χρησιμοποιούσαν όρους όπως «modi antichi» («παλαιοί τρόποι») και «alle romana et alla antica» («με τον τρόπο των Ρωμαίων και τον τρόπο των αρχαίων») για να περιγράψουν τις αντίστοιχες τεχνοτροπίες. Κατά τη δεκαετία του 1330, ο Πετράρχης αναφερόταν στην προχριστιανική περίοδο με τον όρο «antiqua» («αρχαία») και στη χριστιανική περίοδο με τον όρο «nova» («νέα»). Από την (ιταλική) οπτική γωνία του Πετράρχη, αυτή η νέα εποχή, η οποία συμπεριελάμβανε τις μέρες του, ήταν εποχή εθνικής έκλειψης. Ο Λεονάρντο Μπρούνι (περ. 1370–1444) ήταν ο πρώτος που χώρισε την «Ιστορία των Φλωρεντινών» (1442) σε τρεις περιόδους. Οι δύο πρώτες ταυτίζονται με αυτές του Πετράρχη, ωστόσο προσέθεσε και μία τρίτη καθώς πίστευε πως η Ιταλία δεν βρισκόταν πλέον σε παρακμή. Ο Φλάβιο Μπιόντο (1392–1463) χρησιμοποίησε παρόμοιο πλαίσιο στο έργο του «Historiarum ab inclinatione Romanorum imperii decades» («Δεκαετίες ιστορίας από την Παρακμή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας») (1439–1453). Οι ουμανιστές ιστορικοί υποστηρίζουν πως το έργο των συγχρόνων τους λογίων αποκαθιστά άμεσες συνδέσεις με την κλασσική περίοδο, παρακάμπτοντας με τον τρόπο αυτό τη Μεσαιωνική Εποχή, στην οποία αποδίδουν για πρώτη φορά το όνομα αυτό. Ο όρος εμφανίζεται αρχικά στα λατινικά το 1469 ως «media tempestas» («μεσαίοι καιροί»).[46] Ο όρος «la rinascita» («η αναγέννηση») έκανε την εμφάνισή του, ωστόσο, με την ευρεία του έννοια στο έργο του Τζόρτζιο Βασάρι (1511-1574) με τίτλο «Le Vite de' più eccellenti pittori, scultori, e architettori» («Βίοι των εξοχότερων ζωγράφων, γλυπτών και αρχιτεκτόνων») (1550). Ο Βασάρι χωρίζει την εποχή σε τρεις φάσεις: κατά την πρώτη έδρασαν οι Τσιμαμπούε (περ. 1240–1302), Τζιόττο (1267-1337) και Αρνόλφο ντι Κάμπιο (περ. 1240–1300/1310). Κατά τη δεύτερη οι Μαζάτσο (1401–1428), Μπρουνελέσκι (1377–1446) και Ντονατέλλο (περ. 1386–1466). Η τρίτη επικεντρώνεται γύρω από τον ντα Βίντσι (1452-1519) και κορυφώνεται με το Μικελάντζελο (1475–1564). Σύμφωνα με τον Βασάρι, δεν ήταν απλά η εξάπλωση των γνώσεων γύρω από την κλασσική αρχαιότητα που οδήγησε στο πολιτιστικό αυτό ρεύμα, αλλά επίσης η αυξανόμενη επιθυμία των ανθρώπων να μελετήσουν και να μιμηθούν τους τρόπους της φύσης.
Ωστόσο, έπρεπε να έρθει ο 19ος αιώνας για να γίνει δημοφιλής ο γαλλικός όρος «Renaissance» («Αναγέννηση») κατά την περιγραφή του πολιτιστικού κινήματος που ξκίνησε στα τέλη του 13ου αιώνα. Η Αναγέννηση ορίστηκε για πρώτη φορά από το Γάλλο ιστορικό Ζυλ Μισελέ (1798–1874), στο έργο του «Histoire de France» («Ιστορία της Γαλλίας», 1855). Για το Μισελέ, η Αναγέννηση υπήρξε περισσότερο βήμα στην εξέλιξη της επιστήμης κι όχι τόσο σε εκείνη της τέχνης και του πολιτισμού. Την οριοθέτησε από τα τέλη του 15ου αιώνα μέχρι τα μέσα του 17ου αιώνα. Επιπλέον, τόνισε τη διαφορά ανάμεσα σε αυτά που αποκαλούσε «παράξενα και τερατώδη» χαρακτηριστικά του Μεσαίωνα και στις δημοκρατικές αξίες που εκείνος, δηλωμένος δημοκρατικός, επέλεξε να δει στην περίοδο αυτή. Όντας Γάλλος εθνικιστής, ο Μισελέ υποστήριξε ότι η Αναγέννηση υπήρξε γαλλικό ρεύμα. Ο Ελβετός ιστορικός Γιακόμπ Μπούρκχαρντ (1818 – 1897) στο έργο του «Die Kultur der Renaissance in Italien» («Ο Πολιτισμός της Αναγέννησης στην Ιταλία») (1860), αντιθέτως, οριοθέτησε την Αναγέννηση ως την περίοδο ανάμεσα στον Τζιόττο και τον Μικελάντζελο στη Ιταλία, δηλαδή, από το 14ο έως τα μέσα του 16ου αιώνα. Είδε στην Αναγέννηση την ανάδυση του σύγχρονου πνεύματος της ατομικότητας, που είχε καταπνιγεί στο Μεσαίωνα. Το βιβλίο του διαβάστηκε ευρέως και άσκησε μεγάλη επιρροή στην ανάπτυξη της σύγχρονης ερμηνείας της Ιταλικής Αναγέννησης. Πιο πρόσφατα, οι ιστορικοί τείνουν πολύ λιγότερο να προσδιορίζουν την Αναγέννηση ως ιστορική εποχή, η ακόμη κι ως πολιτιστικό κίνημα με κάποια συνοχή. Ο Ράντολφ Σταρν, ιστορικός στο Πανεπιστήμιο Μπέρκλεϋ, υποστηρίζει: «Αντί για μία περίοδο με ακριβώς καθορισμένη αρχή και τέλος και συνεχές περιεχόμενο στο μεταξύ, η Αναγέννηση μπορεί να (και μερικές φορές έχει πράγματι) θεωρηθεί ως ένα κίνημα πρακτικών και ιδεών στο οποίο ανταποκρίθηκαν ποικιλοτρόπως συγκεκριμένες ομάδες και αναγνωρίσιμα πρόσωπα σε διαφορετικούς χρόνους και τόπους. Θα ήταν με αυτή την έννοια ένα δίκτυο από ποικίλες, συχνά συγκλίνουσες, μερικές φορές αντικρουόμενες κουλτούρες, όχι μια ενιαία και χρονικά οριοθετημένη». Υπάρχουν διχογνωμίες σε σχέση με το κατά πόσον η Αναγέννηση βελτίωσε τον πολιτισμό του Μεσαίωνα. Τόσο ο Μισελέ όσο και ο Μπούκχαρντ περιέγραψαν με θέρμη τα βήματα προόδου που συντελέστηκαν κατά την Αναγέννηση προς τη σύγχρονη εποχή. Ο Μπούρκχαρντ παρομοίωσε την αλλαγή με ένα πέπλο το οποίο αφαιρέθηκε από τα μάτια των ανθρώπων, επιτρέποντάς τους να δουν καθαρά. «Κατά τον Μεσαίωνα αμφότερες οι πλευρές της ανθρώπινης αντίληψης - εκείνη που στράφηκε προς τα μέσα κι εκείνη που στράφηκε προς τα έξω - παρέμεναν σε όνειρο ή μισοκοιμισμένες κάτω από ένα κοινό πέπλο. Το πέπλο είχε υφανθεί με την πίστη, την αυταπάτη και την παιδιάστικη προκατάληψη, δια μέσου των οποίων ο κόσμος και η ιστορία φαίνονταν επενδυμένα με περίεργα χρώματα». (Γιακόμπ Μπούρκχαρντ, «Ο Πολιτισμός της Αναγέννησης στην Ιταλία»)
Η Αναγέννηση ως πολιτιστικό κίνημα άσκησε έντονη επίδραση στην πνευματική ζωή της Ευρώπης κατά την πρώιμη Σύγχρονη Εποχή. Με εφαλτήριο την Ιταλία, και έχοντας εξαπλωθεί στο σύνολο της ηπείρου μέχρι το 16ο αιώνα, άφησε το σημάδι της στη λογοτεχνία, τη φιλοσοφία, την τέχνη, την πολιτική, την επιστήμη, τη θρησκεία, και σε άλλες πτυχές της πνευματικής αναζήτησης. Οι λόγιοι της εποχής επιστράτευσαν την ουμανιστική μέθοδο μελέτης, επιδιώκοντας παράλληλα τον ρεαλισμό και το συναίσθημα στην τέχνη. Οι λόγιοι της εποχής αναζήτησαν στις βιβλιοθήκες των μοναστηριών, καθώς και στα εδάφη της καταρρέουσας Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, τα λογοτεχνικά, ιστορικά και ρητορικά κείμενα της αρχαιότητας, συνήθως γραμμένα στα λατινικά ή τα αρχαία ελληνικά, πολλά από τα οποία είχαν πέσει στην αφάνεια. Ακριβώς αυτή η εστίαση στα λογοτεχνικά και ιστορικά κείμενα διαφοροποιεί τους λόγιους της Αναγέννησης από τους προγενέστερους του 12ου αιώνα, οι οποίοι έδωσαν περισσότερη προσοχή στα ελληνικά και αραβικά κείμενα που πραγματεύονταν τις φυσικές επιστήμες, τη φιλοσοφία και τα μαθηματικά. Οι ουμανιστές της Αναγέννησης δεν απέρριπταν το Χριστιανισμό, αντιθέτως, ορισμένα από τα σημαντικότερα έργα της εποχής αφιερώθηκαν σε αυτόν, ενώ η Εκκλησία χρηματοδότησε πολλά από αυτά. Εντούτοις, έλαβε χώρα μια λεπτή αλλαγή στον τρόπο που οι μορφωμένοι άνθρωποι προσέγγιζαν το θέμα της θρησκείας, κάτι που αντικατοπτρίστηκε σε πολλές εκφάνσεις της πνευματικής ζωής. Η πλειοψηφία των ιστορικών συμφωνεί ότι οι ιδέες που χαρακτηρίζουν την Αναγέννηση πηγάζουν από τη Φλωρεντία του ύστερου 13ου αιώνα, ιδιαίτερα από το συγγραφικό έργο των Ντάντε Αλιγκιέρι (1265–1321) και Πετράρχη (1304–1374), καθώς και από τα έργα ζωγραφικής του Τζιόττο ντι Μποντόνε (1267–1337). Ορισμένοι μελετητές οριοθετούν χρονικά την Αναγέννηση με μεγάλη ακρίβεια: μια θεωρία τοποθετεί την αρχή στο έτος 1401, οπότε και οι ιδιοφυείς ανταγωνιστές Λορέντζο Γκιμπέρτι (1378–1455) και Φιλίππο Μπρουνελέσκι (1377–1446) συναγωνίστηκαν για την ανάληψη της κατασκευής των χάλκινων θυρών του Βαπτιστηρίου του Καθεδρικού Ναού της Φλωρεντίας (Cattedrale di Santa Maria del Fiore). Άλλοι ότι ο γενικότερος ανταγωνισμός μεταξύ καλλιτεχνών και πολυμαθών όπως οι Μπρουνελέσκι, Γκιμπέρτι, Ντονατέλλο και Μαζάτσο για την ανάληψη έργων πυροδότησε τη δημιουργικότητα που επέφερε την Αναγέννηση. Ωστόσο εξακολουθεί να αποτελεί αντικείμενο αντιγνωμιών το γιατί το ρεύμα αυτό ξεκίνησε στην Ιταλία, και γιατί εκείνη τη συγκεκριμένη εποχή. Επομένως, πολλές θεωρίες επιστρατεύτηκαν για να εξηγήσουν την προέλευσή του. Κατά τη διάρκεια της Αναγέννησης, τα χρήματα και η τέχνη συμβάδιζαν. Οι καλλιτέχνες εξαρτώνταν ολοκληρωτικά από προστάτες των τεχνών, ενώ οι τελευταίοι χρειάζονταν χρήματα για να συντηρούν ιδιοφυείς ανθρώπους. Πλούτος εισήλθε στην Ιταλία κατά το 14ο, 15ο και 16ο αιώνα με την επέκταση των εμπορικών δρόμων προς την Ασία και την Ευρώπη. Η εξόρυξη ασημιού στο Τιρόλο αύξησε τη ρευστότητα σε χρήμα. Πολυτελή αντικείμενα από τον Ανατολικό Κόσμο, τα οποία ήρθαν στην πατρίδα κατά τη διάρκεια των Σταυροφοριών, αύξησαν την ευμάρεια της Γένοβας και της Βενετίας. OI ΚΑΘΗΓΗΤΕΣ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ